Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λύκαψος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λύκαψος]] και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και [[λύκοψις]] ή λυκοψίς, -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[φυτό]] που μοιάζει με τη [[γλώσσα]] του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αψος</i> και -[[αψός]] [[κατά]] το <i>χορδ</i>-[[αψός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> [[ἅψος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄπτω</i> από παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[ὄψις]])].
|mltxt=[[λύκαψος]] και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και [[λύκοψις]] ή λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)<br />[[φυτό]] που μοιάζει με τη [[γλώσσα]] του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αψος</i> και -[[αψός]] [[κατά]] το <i>χορδ</i>-[[αψός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> [[ἅψος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄπτω</i> από παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[ὄψις]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκαψος Medium diacritics: λύκαψος Low diacritics: λύκαψος Capitals: ΛΥΚΑΨΟΣ
Transliteration A: lýkapsos Transliteration B: lykapsos Transliteration C: lykapsos Beta Code: lu/kayos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, viper's herb, Echium italicum, Nic.Th.840; λυκαψός in Dsc.4.26 (with vv.ll.), Paul.Aeg.7.3:—also λυκοψίς, ίδος, ἡ, Gal.11.811.

German (Pape)

[Seite 68] ἡ, eine Pflanze, = ἄγχουσα, Nic. Th. 840, die auch λυκοψίς heißt u. λύκοψος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
sorte de plante, herbe aux vipères (Echium italicum).
Étymologie: DELG λύκος.

Greek (Liddell-Scott)

λύκαψος: ἡ, φυτόν τι ὅμοιον τῇ γλώσσῃ τοῦ βοὸς (ἄγχουσα) Νικ. Θηρ. 840· ὡσαύτως λύκοψος, ἡ, μνημονευόμενον ἐκ Παύλ. Αἰγ.· λυκοψίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 26.

Greek Monolingual

λύκαψος και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και λύκοψις ή λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)
φυτό που μοιάζει με τη γλώσσα του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -αψος και -αψός κατά το χορδ-αψός (< χορδή + ἅψος < ἄπτω από παρετυμολογική επίδραση του ὄψις)].