μαρτύρημα: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=martyrima | |Transliteration C=martyrima | ||
|Beta Code=martu/rhma | |Beta Code=martu/rhma | ||
|Definition=-ατος, τό, [[testimony]], E.''Supp.''1204. | |Definition=-ατος, τό, [[testimony]], [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''1204. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:28, 15 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, testimony, E.Supp.1204.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
témoignage.
Étymologie: μαρτυρέω.
German (Pape)
τό, das Zeugnis, Eur. Suppl. 1203.
Russian (Dvoretsky)
μαρτύρημα: ατος (ῠ) τό свидетельство, подтверждение Eur.
Greek (Liddell-Scott)
μαρτύρημα: [ῠ], τό, μαρτυρία, Εὐρ. Ἱκέτ. 1204.
Greek Monolingual
και μαρτύρεμα, το (Α μαρτύρημα) μαρτυρώ
νεοελλ.
1. η ανακοίνωση ή η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)
2. βάσανο, ταλαιπωρία, μαρτυρεμός («τράβηξα μεγάλο μαρτύρεμα μ' αυτόν τον άνθρωπο»)
αρχ.
το να αποτελεί κάποιος ή κάτι μαρτυρία ή απόδειξη για κάτι.
Greek Monotonic
μαρτύρημα: [ῠ], -ατος, τό, μαρτυρία, κατάθεση, σε Ευρ.
Middle Liddell
μαρτῠ́ρημα, ατος, τό,
testimony, Eur.