χωνευτικός: Difference between revisions
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(c1) |
(47c) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1386.png Seite 1386]] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1386.png Seite 1386]] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[χωνευτικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[χωνεύω]] / [[χωνευτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διευκολύνει τη [[λειτουργία]] της πέψης («χωνευτικό [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που χωνεύεται εύκολα, [[εύπεπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χώνευση]] τών μετάλλων, στη [[χύτευση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:15, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1386] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωνευτικός, -ή, -όν, ΝΜ χωνεύω / χωνευτός
νεοελλ.
1. αυτός που διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης («χωνευτικό νερό»)
2. αυτός που χωνεύεται εύκολα, εύπεπτος
μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνευση τών μετάλλων, στη χύτευση.