διακορής: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "τινός" to "τινός") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakoris | |Transliteration C=diakoris | ||
|Beta Code=diakorh/s | |Beta Code=diakorh/s | ||
|Definition=διακορές, = [[διάκορος]], τινός Pl.''Lg.''629b, Max.Tyr.7.6, D.C.61.13, Jul.''Or.''2.65d: abs., Plu.''Lyc.''15. | |Definition=διακορές, = [[διάκορος]], τινός [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''629b, Max.Tyr.7.6, D.C.61.13, Jul.''Or.''2.65d: abs., Plu.''Lyc.''15. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:05, 23 March 2024
English (LSJ)
διακορές, = διάκορος, τινός Pl.Lg.629b, Max.Tyr.7.6, D.C.61.13, Jul.Or.2.65d: abs., Plu.Lyc.15.
Spanish (DGE)
-ές
1 completamente saciado, harto ref. a pers. y anim. τρέφειν καὶ διακορεῖς ποιεῖν Pl.Lg.810e, ὑπὸ πλήθους ὧν ἐνεφορήσαντο διακορεῖς Ph.1.388, cf. Plu.Lyc.15, gener. c. gen. de cosa αὐτῶν (τῶν ποιημάτων) Pl.Lg.629b, ὄψεών τε καὶ ὀσμῶν Ph.2.479, κρεῶν Plu.2.974c, τοῦ χρήματος Max.Tyr.1.6, δ. μέθης οὖσα completamente borracha D.C.61.13.3, λαμπρᾶς ... πομπῆς Iul.Or.3.65d, cf. Poll.5.151
•tb. c. gen. de pers. αὐτῶν Aristid.Or.9.14, c. part. διακορεῖς ἐγένοντο ὑβρίζοντες Ael.VH 9.8.
2 fig. de abstr. colmado, culminado κίνησις δ. καὶ πλήρης Plot.6.7.16, c. gen. ἐν τῷ ὄντι ... ὡς ... διακορεῖ τοῦ εἶναι ὅ ἐστι Dam.in Phlb.244
•fig. de pers. muy versado τῶν φιλοσόφων λόγων Marin.Procl.11, cf. Simp.in Cael.80.14.
German (Pape)
[Seite 583] ές, ganz gesättigt, voll; τινός, von etwas, Plat. Legg. I, 629 b; auch τινί, Plut. Lyc. 15; vgl. B. A. 48.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
complètement rassasié.
Étymologie: cf. διάκορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακορής -ές [διάκορος] verzadigd.
Russian (Dvoretsky)
διακορής: полностью насыщенный, пресыщенный (τινος Plat. и τινι Plut.).
Greek Monolingual
διακορής, -ές (Α)
1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος
2. ο υπερβολικά γεμάτος
3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κορής < κόρος.
Greek Monotonic
διακορής: -ές, = διάκορος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διακορής: -ές, = διάκορος, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 629Β· τινὶ Πλούτ. Λυκ. 15.
Middle Liddell
διακορής, ές = διάκορος, Plat.]