διαφυγή: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "τινός" to "τινός")
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διαφῠγή, ἡ, <i>n</i> [[διαφεύγω]]<br />a [[refuge]], [[means]] of [[escape]], τινος from a [[thing]], Plat.
|mdlsjtxt=διαφῠγή, ἡ, <i>n</i> [[διαφεύγω]]<br />a [[refuge]], [[means]] of [[escape]], τινος from a [[thing]], Plat.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[effugium]]'', [[escape]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.11.2/ 8.11.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠγή Medium diacritics: διαφυγή Low diacritics: διαφυγή Capitals: ΔΙΑΦΥΓΗ
Transliteration A: diaphygḗ Transliteration B: diaphygē Transliteration C: diafygi Beta Code: diafugh/

English (LSJ)

ἡ, refuge, means of escape, Th.8.11; τινός from a thing, Pl.Prt. 321a (pl.), al.; ἔκ τινος Plu.Alc.25.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
huida, modo de escape ἕως ἄν τις παρατύχῃ δ. ἐπιτηδεία Th.8.11, cf. D.C.57.5
c. gen. obj. τῆς τοιαύτης μηχανῆς δ. Pl.Lg.737a, cf. Prt.321a, τοῦ κινδύνου διαφυγάς I.AI 17.145
c. ἐκ y gen. ἐκ τῶν παρόντων Plu.Alc.25.

German (Pape)

[Seite 612] ἡ, das Entfliehen; κινδύνου, aus der Gefahr, Plat. Legg. VIII. 836 b; Prot. 321 a; im plur., ἐκ τῶν παρόντων, Plut. Alc. 25.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
moyen d'échapper par la fuite.
Étymologie: διαφεύγω.

Russian (Dvoretsky)

διαφῠγή:средство избежать, мера предосторожности (κινδύνου Plat.): οὐχ ὁρῶν ἑτέραν διαφυγὴν ἐκ τῶν παρόντων Plut. не видя другого выхода из сложившихся обстоятельств.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠγή: ἡ, (διαφεύγω) καταφύγιον, μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.

Greek Monolingual

η (AM διαφυγή)
γλυτωμός
νεοελλ.
(για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων)
μσν.
καταφυγή, καταφύγιο.

Greek Monotonic

διαφῠγή: ἡ (διαφεύγω), καταφύγιο, τρόπος διαφυγής, τρόπος απόδρασης, τινος, από ένα πράγμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

διαφῠγή, ἡ, n διαφεύγω
a refuge, means of escape, τινος from a thing, Plat.

Lexicon Thucydideum

effugium, escape, 8.11.2.