ζῳδιακός: Difference between revisions
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zodiakos | |Transliteration C=zodiakos | ||
|Beta Code=zw|diako/s | |Beta Code=zw|diako/s | ||
|Definition=ζῳδιακή, ζῳδιακόν, ([[ζῴδιον]]) of or for [[ζῴδια]], [[ζῳδιακός]] (with or without [[κύκλος]]), ὁ, [[the Zodiac]], Eudem. ap. Theo Sm.p.198H., Phld.''Mus.''p.100 K., Cleom.1.4, al., D.S.2.31, etc.; also <b class="b3">ἡ ζῳδιακή</b> (''[[sc.]]'' [[ὁδός]]) Man.4.168. Adv. [[ζῳδιακῶς]] Ptol.''Tetr.''198, Vett.Val.22.12, ''PMich.''in ''Class.Phil.'' 22.13. | |Definition=ζῳδιακή, ζῳδιακόν, ([[ζῴδιον]]) of or for [[ζῴδια]], [[ζῳδιακός]] (with or without [[κύκλος]]), ὁ, [[the Zodiac]], Eudem. ap. Theo Sm.p.198H., Phld.''Mus.''p.100 K., Cleom.1.4, al., [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.31, etc.; also <b class="b3">ἡ ζῳδιακή</b> (''[[sc.]]'' [[ὁδός]]) Man.4.168. Adv. [[ζῳδιακῶς]] Ptol.''Tetr.''198, Vett.Val.22.12, ''PMich.''in ''Class.Phil.'' 22.13. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ζῳδιακός:''' [[ζῴδιον]] звериный, астр. зодиакальный: ζ. [[κύκλος]] Diod., Plut. зодиак.<br /><b class="num">II</b> ὁ ( | |elrutext='''ζῳδιακός:''' [[ζῴδιον]] звериный, астр. зодиакальный: ζ. [[κύκλος]] Diod., Plut. зодиак.<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[κύκλος]]) зодиак Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
ζῳδιακή, ζῳδιακόν, (ζῴδιον) of or for ζῴδια, ζῳδιακός (with or without κύκλος), ὁ, the Zodiac, Eudem. ap. Theo Sm.p.198H., Phld.Mus.p.100 K., Cleom.1.4, al., D.S.2.31, etc.; also ἡ ζῳδιακή (sc. ὁδός) Man.4.168. Adv. ζῳδιακῶς Ptol.Tetr.198, Vett.Val.22.12, PMich.in Class.Phil. 22.13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les constellations d'animaux : ζῳδιακὸς κύκλος PLUT le zodiaque.
Étymologie: ζῴδιον.
German (Pape)
κύκλος (ζῳδιακή, sc. ὁδός, Maneth. 4.168), Tierkreis, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ζῳδιακός: ζῴδιον звериный, астр. зодиакальный: ζ. κύκλος Diod., Plut. зодиак.
II ὁ (sc. κύκλος) зодиак Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳδιακός: -ή, -όν, (ζῴδιον) ὁ ἀνήκων εἰς ζῷα· ζῳδιακὸς (ἐνν. κύκλος), ὁ, Εὔδημ. παρὰ Θέωνι Σμυρν. π. Ἀστρ. 40, Κλεομήδ. 1. 2, Στοβ. Ἐκλ. 1. 512· καλούμενος ὁ κύκλος ὁ τῶν ζῳδίων Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 7· ἢ ὁ τῶν ζῳδίων κ. αὐτόθι 1. 8, 3 καὶ 4· ὡσαύτως ἡ ζῳδιακὴ (ἐνν. ὁδὸς) Μανέθων 4. 168.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ζῳδιακός, -ή, -όν) ζῴδιον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδια
νεοελλ.
αστρον. φρ. α) «ζωδιακός κύκλος» — ουράνια ζώνη πλάτους 17° που διαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται εκατέρωθεν της εκλειπτικής, μέσα στην οποία βρίσκονται πάντοτε κινούμενοι ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήτες
β) «ζωδιακό φως» — κώνος αμυδρού φωτός που παρατηρείται στα εύκρατα κλίματα κατά την περίοδο τών ισημεριών μετά το λυκόφως και πριν από το λυκαυγές.
επίρρ...
ζῳδιακῶς (Α)
από ζωδιακή άποψη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳδιακός -οῦ, ὁ [ζῴδιον] Dierenriem, Zodiac.
Mantoulidis Etymological
(=πού ἀνήκει στά ζῷα) Ἀπό τό ζῴδιον (ὑποκορ. τοῦ ζῷον → μικρό ζώο). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ζωή.