τριώβολον: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (elru replacement) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[νόμισμα]] τριῶν [[ὀβολῶν]], μισή [[δραχμή]]). Ἀπό τό τρι + [[ὀβολός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[τρίαινα]]. | |mantxt=(=[[νόμισμα]] τριῶν [[ὀβολῶν]], μισή [[δραχμή]]). Ἀπό τό τρι + [[ὀβολός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[τρίαινα]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[triobolus]]'', [[three obols]] (coin), [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.29.1/ 8.29.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.45.2/ 8.45.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%208.45.2/ 8.45.2] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 16 November 2024
English (LSJ)
Dor. τριώδελον (q.v.), τό, (ὀβολός)
A three-obol-piece, half-drachma, triobol, hemidrachm, οὐκ ἄξιος τριωβόλου Nicopho 12, cf. Ar.Pl.125; ὀψωνεῖν μέχρι τριωβόλου Eub.88, etc.—At Athens, this was
1 pay of the dicasts or pay of jurymen for a day's sitting in court, Ar.Eq.51,800, etc.
2 pay given to the members of the ἐκκλησία whenever they chose to attend, first given about 392 B.C., Id.Ec.292,308.
3 pay of the marine soldiery (ἐπιβάται), Th.8.45, X.HG1.5.7, etc.
4 a tax paid by μέτοικοι (or perhaps by freedment who became such), Men.35.
II a weight of three obols, Sor.1.63.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pièce de monnaie de trois oboles.
Étymologie: τρεῖς, ὀβολός.
Greek Monotonic
τριώβολον: τό (ὀβολός),
1. νόμισμα τριων οβολών, μισή δραχμή· στην Αθήνα ήταν ο μισθός των δικαστών για κάθε ημερήσια συνεδρία· ο μισθός αυτός ορίστηκε πρώτα από τον Περικλή, σε Αριστοφ.
2. ο μισθός των οπλιτών (ἐπιβατῶν) στα καράβια, σε Θουκ.
German (Pape)
τό, = τριώβολος.
Russian (Dvoretsky)
τρῐώβολον: τό (монета в) три обола Thuc., Xen. etc. (три обола были дневным жалованьем солдатам морской пехоты, членам суда и экклесии).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριώβολον -ου, τό [τρι-, ὀβολός] triobool (munt van drie obolen); in Athene presentiegeld voor de volksvergadering, of soldij voor de vloot.
Middle Liddell
τρι-ώβολον, ου, τό, ὀβολός
1. a three-obol-piece, a half-drachma, at Athens, the pay of the dicasts for a day's sitting, first given by Pericles, Ar.
2. the pay of the marine soldiery (ἐπιβάταἰ, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=νόμισμα τριῶν ὀβολῶν, μισή δραχμή). Ἀπό τό τρι + ὀβολός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα.
Lexicon Thucydideum
triobolus, three obols (coin), 8.29.1. 8.45.2, 8.45.2