γρύλλος: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(13_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gryllos | |Transliteration C=gryllos | ||
|Beta Code=gru/llos | |Beta Code=gru/llos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[γρυλλισμός]] ([[Egyptian]] [[dance]]), Phryn.''PS''p.58 B.; [[performer]] in such a [[dance]], ibid.<br><span class="bld">2</span> [[comic]] [[figure]], [[caricature]], in [[paint]]ing, Plin.''HN''35.114. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[danzante grotesco]], <i>PSorb</i>.inv.2831.5 (II d.C.) en <i>ZPE</i> 78.1989.154, Phryn.<i>PS</i> 58<br /><b class="num">•</b> tal vez como mote [[payaso]], <i>SEG</i> 36.970B.52 (Afrodisias III d.C.).<br /><b class="num">2</b> n. de una [[danza]] egipcia, Phryn.<i>PS</i> 58.<br /><b class="num">3</b> en pintura [[caricatura]] Plin.<i>HN</i> 35.114, <i>GDRK</i> S 9.9.<br /><b class="num">4</b> v. γρύλος. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0507.png Seite 507]] ὁ, richtiger [[γρῦλος]], s. B. A. p. 33 u. Arcad. 52, 1) Ferkel, VLL. – Auch der Meeraal, Nic. bei Ath. VII, 288 c VIII, 356 a. – 2) ein ägyptischer Tanz, B. A. a. a. O. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0507.png Seite 507]] ὁ, richtiger [[γρῦλος]], s. B. A. p. 33 u. Arcad. 52, 1) Ferkel, VLL. – Auch der Meeraal, Nic. bei Ath. VII, 288 c VIII, 356 a. – 2) ein ägyptischer Tanz, B. A. a. a. O. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[caricature]];<br /><b>2</b> [[danse grotesque ou inconvenante]];<br /><b>3</b> [[celui qui danse cette danse]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και γρύλος, ο (AM [[γρύλλος]] και γρύλος)<br />ο [[χοίρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μοχλός]] για την [[ανύψωση]] βαρών, [[κυρίως]] τών τροχών αυτοκινήτων<br /><b>2.</b> [[σύρτης]] παραθύρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το νεοελλ. <i>γρύλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i> «[[μοχλός]] για την [[ανύψωση]] βαρών<br />[[σύρτης]] παραθύρων» [[πρέπει]] να προήλθε με σημασιολογική [[εξέλιξη]] από το <i>γρύλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i> «[[χοίρος]]», ίσως λόγω του ιδιάζοντος θορύβου του μοχλού. Με τη [[σειρά]] τους το <i>γρύλος</i> ([[γρύλλος]] με εκφραστικό διπλασιασμό) [[καθώς]] και το [[γρυλίζω]] αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Μολονότι το [[γρυλίζω]] μαρτυρείται προγενέστερα του <i>γρύλος</i>, αμφισβητείται η [[υπόθεση]] σύμφωνα με την οποία <i>γρύλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γρυλίζω]] εκφραστικά παρεκτεταμένος τ. με [[επίθημα]] -<i>λ</i> πιθ. [[κατά]] τα [[θρυλέω]], -<i>ίζω</i>, [[θρύλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>γρυ</i>. Αντίθετα, θεωρείται πιθανόν ότι το <i>γρύλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γρυ</i>) προϋπήρχε τών εν λόγω γραπτών μαρτυριών, απ' όπου και το [[γρυλίζω]].<br /><b>(II)</b><br />[[γρύλλος]], ο<br /><b>1.</b> [[γρυλλισμός]], [[αιγυπτιακός]] [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[χορευτής]] του γρύλλου<br /><b>3.</b> [[γελοιογραφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[γρύλλος]], με βασική [[σημασία]] «[[αιγυπτιακός]] [[χορός]]» απ' όπου και «[[γελοιογραφία]]», αποτελεί λ. άγνωστης ετυμολ. Δεν συνδέεται με το <i>γρύλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i> (Ι), ενώ η [[προέλευση]] του από το ανθρωπωνύμιο <i>Γρύλλος</i> (η σωστή [[γραφή]] του οποίου πιθ. [[είναι]] <i>Γρύλος</i>) δεν [[είναι]] αποδεκτή].<br /><b>(III)</b><br />ο<br />γενική [[ονομασία]] τών Ορθόπτερων Εντόμων της οικογένειας Γρυλλίδες (Gryllidae), το [[τριζόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> νεολατιν. <i>gryllus</i> <span style="color: red;"><</span> (λατ. <i>gryllus</i>, -<i>i</i>) «[[τριζόνι]]<br />[[γελοιογραφία]]» <span style="color: red;"><</span> [[γρύλλος]] (ΙΙ) «[[αιγυπτιακός]] [[χορός]]<br />[[χορευτής]] του γρύλλου<br />[[γελοιογραφία]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. ανάγεται στο <i>γρύλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i> (Ι) «[[γουρούνι]]»]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[caricature]] (Plin. HN 35, 114);<br />Derivatives: <b class="b3">γρυλλο-γραφέω</b> [[draw caricatures]] (Phld.). Also a dance (Phryn. PS p. 58 B.); thus also [[γρυλλισμός]], with [[γρύλλος]] = <b class="b3">ὁ ὀρχούμενος</b> (ibid.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Called Egyptian, i.e. hellenistic, by Phrynichos, s. Latte Glotta 34, 190f. Not from the PN [[Γρύλλος]] (Plin.) Latte [[l.c.]] Further Page, CR 7 (1957)189-191, Maas, Greece and Rome 5 (1958) 71. There is no relation between [[γρύλλος]] and [[γρῦλος]]. Chantr. thinks the connection between dance and caricature is evident. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''γρύλλος''': {grúllos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Karikatur]] (Plin. ''HN'' 35, 114);<br />'''Derivative''': [[γρυλλογραφέω]] [[karikieren]] (Phld.).<br />'''Etymology''': Auch Bez. eines unanständigen Tanzes (Phryn. ''PS'' p. 58 B.); im selben Sinn auch [[γρυλλισμός]], wozu sekundär [[γρύλλος]] = ὁ ὀρχούμενος (ibid.). — Die Wörter werden von Phrynichos als "ägyptisch", d. h. hellenistisch bezeichnet, vgl. Latte Glotta 34, 190f., wo auch über die Bedeutung. Sonst dunkel; gegen Herleitung aus dem PN Γρύλλος (Plin.) Latte a. a. O.<br />'''Page''' 1,329 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A = γρυλλισμός (Egyptian dance), Phryn.PSp.58 B.; performer in such a dance, ibid.
2 comic figure, caricature, in painting, Plin.HN35.114.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
1 danzante grotesco, PSorb.inv.2831.5 (II d.C.) en ZPE 78.1989.154, Phryn.PS 58
• tal vez como mote payaso, SEG 36.970B.52 (Afrodisias III d.C.).
2 n. de una danza egipcia, Phryn.PS 58.
3 en pintura caricatura Plin.HN 35.114, GDRK S 9.9.
4 v. γρύλος.
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, richtiger γρῦλος, s. B. A. p. 33 u. Arcad. 52, 1) Ferkel, VLL. – Auch der Meeraal, Nic. bei Ath. VII, 288 c VIII, 356 a. – 2) ein ägyptischer Tanz, B. A. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 caricature;
2 danse grotesque ou inconvenante;
3 celui qui danse cette danse.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
(I)
και γρύλος, ο (AM γρύλλος και γρύλος)
ο χοίρος
νεοελλ.
1. μοχλός για την ανύψωση βαρών, κυρίως τών τροχών αυτοκινήτων
2. σύρτης παραθύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γρύλ(λ)ος «μοχλός για την ανύψωση βαρών
σύρτης παραθύρων» πρέπει να προήλθε με σημασιολογική εξέλιξη από το γρύλ(λ)ος «χοίρος», ίσως λόγω του ιδιάζοντος θορύβου του μοχλού. Με τη σειρά τους το γρύλος (γρύλλος με εκφραστικό διπλασιασμό) καθώς και το γρυλίζω αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Μολονότι το γρυλίζω μαρτυρείται προγενέστερα του γρύλος, αμφισβητείται η υπόθεση σύμφωνα με την οποία γρύλος < γρυλίζω εκφραστικά παρεκτεταμένος τ. με επίθημα -λ πιθ. κατά τα θρυλέω, -ίζω, θρύλος) < γρυ. Αντίθετα, θεωρείται πιθανόν ότι το γρύλος (< γρυ) προϋπήρχε τών εν λόγω γραπτών μαρτυριών, απ' όπου και το γρυλίζω.
(II)
γρύλλος, ο
1. γρυλλισμός, αιγυπτιακός χορός
2. χορευτής του γρύλλου
3. γελοιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γρύλλος, με βασική σημασία «αιγυπτιακός χορός» απ' όπου και «γελοιογραφία», αποτελεί λ. άγνωστης ετυμολ. Δεν συνδέεται με το γρύλ(λ)ος (Ι), ενώ η προέλευση του από το ανθρωπωνύμιο Γρύλλος (η σωστή γραφή του οποίου πιθ. είναι Γρύλος) δεν είναι αποδεκτή].
(III)
ο
γενική ονομασία τών Ορθόπτερων Εντόμων της οικογένειας Γρυλλίδες (Gryllidae), το τριζόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < νεολατιν. gryllus < (λατ. gryllus, -i) «τριζόνι
γελοιογραφία» < γρύλλος (ΙΙ) «αιγυπτιακός χορός
χορευτής του γρύλλου
γελοιογραφία». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται στο γρύλ(λ)ος (Ι) «γουρούνι»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: caricature (Plin. HN 35, 114);
Derivatives: γρυλλο-γραφέω draw caricatures (Phld.). Also a dance (Phryn. PS p. 58 B.); thus also γρυλλισμός, with γρύλλος = ὁ ὀρχούμενος (ibid.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Called Egyptian, i.e. hellenistic, by Phrynichos, s. Latte Glotta 34, 190f. Not from the PN Γρύλλος (Plin.) Latte l.c. Further Page, CR 7 (1957)189-191, Maas, Greece and Rome 5 (1958) 71. There is no relation between γρύλλος and γρῦλος. Chantr. thinks the connection between dance and caricature is evident.
Frisk Etymology German
γρύλλος: {grúllos}
Grammar: m.
Meaning: Karikatur (Plin. HN 35, 114);
Derivative: γρυλλογραφέω karikieren (Phld.).
Etymology: Auch Bez. eines unanständigen Tanzes (Phryn. PS p. 58 B.); im selben Sinn auch γρυλλισμός, wozu sekundär γρύλλος = ὁ ὀρχούμενος (ibid.). — Die Wörter werden von Phrynichos als "ägyptisch", d. h. hellenistisch bezeichnet, vgl. Latte Glotta 34, 190f., wo auch über die Bedeutung. Sonst dunkel; gegen Herleitung aus dem PN Γρύλλος (Plin.) Latte a. a. O.
Page 1,329