ἱπποβότης: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippovotis
|Transliteration C=ippovotis
|Beta Code=i(ppobo/ths
|Beta Code=i(ppobo/ths
|Definition=ἱπποβότου, ὁ, ([[βόσκω]])<br><span class="bld">A</span> [[feeder]] of [[horse]]s, [[Ἀτρεύς]] [[Euripides|E.]], ''[[Orestes|Or.]]''1000 (lyr., but prob. <b class="b3">ἱπποβώτα</b>), ''IA''1059 (but prob. <b class="b3">ἱπποβάτας</b>).<br><span class="bld">II</span> [[ἱπποβόται]], οἱ, at [[Chalcis]] in [[Euboea]] a social class (cf. [[ἱππεύς]] ''ΙΙ''), [[knight|Knights]], [[Herodotus|Hdt.]]5.77, 6.100; ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Arist.''Fr.''603.
|Definition=ἱπποβότου, ὁ, ([[βόσκω]])<br><span class="bld">A</span> [[feeder]] of [[horse]]s, [[Ἀτρεύς]] [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1000 (lyr., but prob. <b class="b3">ἱπποβώτα</b>), ''IA''1059 (but prob. <b class="b3">ἱπποβάτας</b>).<br><span class="bld">II</span> [[ἱπποβόται]], οἱ, at [[Chalcis]] in [[Euboea]] a social class (cf. [[ἱππεύς]] ''ΙΙ''), [[knight|Knights]], [[Herodotus|Hdt.]]5.77, 6.100; ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Arist.''Fr.''603.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 20:45, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβότης Medium diacritics: ἱπποβότης Low diacritics: ιπποβότης Capitals: ΙΠΠΟΒΟΤΗΣ
Transliteration A: hippobótēs Transliteration B: hippobotēs Transliteration C: ippovotis Beta Code: i(ppobo/ths

English (LSJ)

ἱπποβότου, ὁ, (βόσκω)
A feeder of horses, Ἀτρεύς E.Or.1000 (lyr., but prob. ἱπποβώτα), IA1059 (but prob. ἱπποβάτας).
II ἱπποβόται, οἱ, at Chalcis in Euboea a social class (cf. ἱππεύς ΙΙ), Knights, Hdt.5.77, 6.100; ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Arist.Fr.603.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rossenährer, Ἀτρεύς, Eur. Or. 995 I. A. 1059; so hießen in Chalkis auf Euböa die Aristokraten, weil sie sich Pferde hielten, Her. 5, 77. 6, 100. 7, 155; vgl. Plut. Pericl. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui nourrit ou élève des chevaux ; οἱ ἱπποβόται HDT les éleveurs de chevaux, càd les nobles ; οἱ Ἱπποβόται les Hippobotes, nobles d'Érétrie.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποβότης: ου ὁ разводящий коней, коневод (Ἀτρεύς Eur.): οἱ ἱπποβόται Her., Arst., Plut. гиппоботы (класс крупных землевладельцев в Халкиде - Эвбея).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβότης: -ου, ὁ, (βόσκω) ὁ τρέφων ἵππους, Ἀτρεὺς Εὐρ. Ὀρ. 1000, Ι. Α. 1059. ΙΙ. οἱ ἱπποβόται ἐν Χαλκίδι τῆς Εὐβοίας ἦσαν τάξις πολιτῶν, ὡς οἱ ἱππεῖς, Λατ. Equites, οἱ ἱππόται, εὐγενεῖς, Ἡρόδ. 5. 77., 6. 100· ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Ἀριστ. Ἀποσπ. 560, πρβλ. Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλ. τ. 3, σ. 228, πρβλ. ἱππεὺς ΙΙ, ἱπποτρόφος.

Greek Monolingual

ἱπποβότης, ὁ (Α)
1. αυτός που τρέφει ίππους
2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται
ονομασία τών ευγενών, φορέων της ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγιβότης, υοβότης].

Greek Monotonic

ἱπποβότης: -ου, ὁ (βόσκω
I. αυτός που εκτρέφει άλογα, σε Ευρ.
II. οι ἱπποβόται στη Χαλκίδα της Εύβοιας ήταν τάξη πολιτών, όπως οι ἱππεῖς στην Αθήνα, Λατ. Equites, «ιππότες», ευγενείς, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἱππο-βότης, ου, βόσκω
I. feeder of horses, Eur.
II. the ἱπποβόται at Chalcis in Euboea were a class, like the ἱππεῖς at Athens, Lat. Equites, the Knights, Hdt.