προτροπή: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
mNo edit summary
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προτροπή -ῆς, ἡ [προτρέπω] [[aansporing]], [[aanmoediging]].
|elnltext=προτροπή -ῆς, ἡ [[προτρέπω]] [[aansporing]], [[aanmoediging]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 06:37, 3 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτροπή Medium diacritics: προτροπή Low diacritics: προτροπή Capitals: ΠΡΟΤΡΟΠΗ
Transliteration A: protropḗ Transliteration B: protropē Transliteration C: protropi Beta Code: protroph/

English (LSJ)

ἡ,
A exhortation, encouragement, Democr.181, Ti.Locr.104a (pl.), S.E.M.1.98, etc.; opp. ἀποτροπή, Arist.Rh.1358b8, Phld.Rh.1.65 S., cf. Stoic.2.287 (pl.); ἡ Σωκράτους προτροπὴ ἡμῶν ἐπ' ἀρετήν Pl.Clit.408d; ἡ εἰς ἀδοξίαν προτροπή Plu.2.1128b; εἰς προτροπὴν ἀρετῆς Onos.1.13, cf. IG5(1).1331.10 (Cardamyle); incitement to virtue, Diogenian.Epicur.3.6 (pl.); concrete, of persons, ἵνα τοῖς λοιποῖς προτροπὴ ὦσι Supp.Epigr.3.583.24 (Olbia, ii/iii A.D.).
2 urgent invitation, behest, κατὰ τὴν προτροπὴν τῆς βουλῆς POxy.1252v.27 (iii A.D.), cf. 1415.23 (iii A.D.), BGU618.19 (iii A.D.).
II impulse, Pl.Lg.920b (ed.Ald. for ῥοπή), Herod. Med. ap. Orib.6.20.14, Corn.ND27.
III driving force, διὰ τὴν τῆς θαλάττης προτροπήν Dion.Byz.3.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, Ermunterung, Aufmunterung, Antrieb; ἃ προτροπὴν ἔχει τινὰ ἰσχυρὰν πρὸς τὸ προτρέπειν, Plat. Legg. XI, 920 b; u. so Folgde, wie Pol. 9, 10, 10; εἰ δή τις προτροπὴ ἐμπεσοῦσα εὐπειθεστέρους παρέξει, Arr. An. 5, 28, ein Beweggrund.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
excitation, encouragement.
Étymologie: προτρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτροπή -ῆς, ἡ προτρέπω aansporing, aanmoediging.

Russian (Dvoretsky)

προτροπή:
1 побуждение, поощрение (ἐπί τι Plat. и εἴς τι Plut.; συμβουλῆς τὸ μὲν π., τὸ δὲ ἀποτροπή Arst.);
2 наклонность, склонность (πρός τι Plat.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προτρέπω
1. παρόρμηση, παρακίνηση (α. «οι προτροπές της δεν είχαν απήχηση» β. «ἡ Σωκράτους προτροπὴ ἡμῶν ἐπ' ἀρετὴν», Κλειτ.)
αρχ.
1. επείγουσα πρόσκληση («κατὰ τὴν προτροπὴν τῆς βουλῆς», πάπ.)
2. αυθόρμητη παρώθηση
3. απωστική δύναμη
4. τροπή
5. μτφ. αιτία.

Greek Monotonic

προτροπή: ἡ (προτρέπω), προτροπή, παραίνεση, παρακίνηση, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προτροπή: ἡ, (προτρέπω) παρακίνησις, παρόρμησις, Τίμ. Λοκρ. 103Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀποτροπή, συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπὴ τὸ δὲ ἀποτροπὴ Ἀριστ. Ρητορ.· 1. 3, 3· πρ. ἔχειν πρός τι Πλάτ. Νόμ. 920Β· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 408D· εἴς τι Πλούτ. 2. 1128 Α. ΙΙ. = τροπή, Ἀρρ. Ἀν. 5. 28.

Middle Liddell

προτροπή, ἡ, προτρέπω
exhortation, Arist.