κεραμεικός: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerameikos
|Transliteration C=kerameikos
|Beta Code=kerameiko/s
|Beta Code=kerameiko/s
|Definition=κεραμεική, κεραμεικόν,<br><span class="bld">A</span> = [[κεραμικός]] (cf. A.D.''Adv.''166.29), [[τροχός]] Arist.''Mech.''851b20, cf.X.''Smp.''7.2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[Κεραμεικός]], ὁ, the [[Potters' Quarter]] at [[Athens]], Menecl.3, cf. Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''395, ''Eq.''769, ''Ra.''131.
|Definition=κεραμεική, κεραμεικόν,<br><span class="bld">A</span> = [[κεραμικός]] (cf. A.D.''Adv.''166.29), [[τροχός]] Arist.''Mech.''851b20, cf.X.''Smp.''7.2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[Κεραμεικός]], ὁ, [[Kerameikos]], [[Ceramicus]], the [[Potters' Quarter]] at [[Athens]], Menecl.3, cf. Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''395, ''Eq.''769, ''Ra.''131.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:04, 24 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεικός Medium diacritics: κεραμεικός Low diacritics: κεραμεικός Capitals: ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ
Transliteration A: kerameikós Transliteration B: kerameikos Transliteration C: kerameikos Beta Code: kerameiko/s

English (LSJ)

κεραμεική, κεραμεικόν,
A = κεραμικός (cf. A.D.Adv.166.29), τροχός Arist.Mech.851b20, cf.X.Smp.7.2, Hsch.
II Κεραμεικός, ὁ, Kerameikos, Ceramicus, the Potters' Quarter at Athens, Menecl.3, cf. Sch.Ar.Av.395, Eq.769, Ra.131.

German (Pape)

[Seite 1420] den Töpfer betreffend; τροχός, Töpferscheibe, Xen. Conv. 7, 2; 8. Emp. adv. phys. 2, 51; – nach Hesych. κεραμεικὴ μάστιξ, = ὀστρακισμός, soll wohl κεραμική heißen, s. unten u. vgl. Lob. zu Phryn. 147. – S. nom. pr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεικός -ή -όν [κεραμεύς] pottenbakkers-; subst. ὁ Κεραμεικός Kerameikos, pottenbakkerswijk in Athene.

Russian (Dvoretsky)

I гончарный (τροχός Xen., Arst., Sext.).
IIгончар, горшечник Xen.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεικός: -ή, -όν, πιθαν. ἐσφαλμένον ἀντὶ τοῦ κεραμικός, Ἀριστ. Μηχαν. 8.β1, καὶ Ἡσύχ. (ἴδε ἐν λ. κεραμικός). ΙΙ. Κεραμεικός, ὁ, ἡ συνοικία τῶν κεραμέων· ἐν Ἀθήναις δύο τόποι ἔφερον τὸ ὄνομα τοῦτο, ὁ μὲν ἐντὸς ὁ δὲ ἐκτὸς τοῦ διπύλου, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 769· ἐν τῷ ἐκτὸς Κεραμεικῷ ἐθάπτοντο οἱ ἐν πολέμῳ ἀποθανόντες, πρβλ. Θουκ. 2. 34, πρὸς τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 395· ἐνταῦθα δὲ ἐγίνετο καὶ ἡ λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Βατρ. 129. 1125· ἴδε Λεξικ. Γεωγρ. ἐν λέξ., ἴδε καὶ κεραμικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κεραμεικός, ή, -όν) κέραμος
1. κεραμικός
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμεική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της κατασκευής αγγείων από πηλό, η κεραμική
3. (το αρσ. ως κύρ. όν.) ο Κεραμεικός
η περιοχή του νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας
4. φρ. «Κεραμεικός κόλπος» — βαθύς κόλπος της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας μεταξύ τών χερσονήσων της Αλικαρνασσού και της Κνίδου
νεοελλ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Κεραμεικός
νεοκλασικό κτήριο εργοστασίου αγγειοπλαστικής στο Νέο Φάληρο
2. φρ. α) «βιομηχανική κεραμεική» — ο βιομηχανικός κλάδος που ασχολείται με την παραγωγή πήλινων αντικειμένων
β) «τα ανάκτορα του Κεραμεικού» — τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα του Παρισιού στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ανάμεσα στο Λούβρο και στα Ηλύσια Πεδία.

Mantoulidis Etymological

ἀντί κεραμικός (=συνοικία τῶν κεραμέων στήν Ἀθήνα. Στόν Κεραμεικό, ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἀθήνας, ἔθαβαν τούς νεκρούς τοῦ πολέμου). Ἀπό τό: κέραμος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.