Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκολλάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkollao
|Transliteration C=sygkollao
|Beta Code=sugkolla/w
|Beta Code=sugkolla/w
|Definition=[[glue together]] or [[cement together]], IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. ''Alex.''14: metaph., Pl.''Mx.''236b, Ar.''V.''1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.''Ti.''43a:—Pass., [[unite]], of a wound, Sor.1.36.
|Definition=[[glue together]] or [[cement together]], IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. ''Alex.''14: metaph., Pl.''Mx.''236b, Ar.''V.''1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.''Ti.''43a:—Pass., [[unite]], of a [[wound]], Sor.1.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />[[coller ensemble]] : τινί τι souder une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κολλάω]].
|btext=[[συγκολλῶ]] :<br />[[coller ensemble]] : τινί τι souder une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κολλάω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγκολλάω [σύγκολλος] [[aan elkaar lijmen of vastplakken]], [[samenvoegen]].
|elnltext=συγκολλάω [σύγκολλος] [[aan elkaar lijmen]] of [[aan elkaar vastplakken]], [[samenvoegen]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκολλῶ, [[συγκολλάω]], ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκολλῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον.
|mltxt=συγκολλῶ, [[συγκολλάω]], ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[συγκολλῶμαι]], [[συγκολλάομαι]]<br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:25, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκολλάω Medium diacritics: συγκολλάω Low diacritics: συγκολλάω Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΑΩ
Transliteration A: synkolláō Transliteration B: synkollaō Transliteration C: sygkollao Beta Code: sugkolla/w

English (LSJ)

glue together or cement together, IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. Alex.14: metaph., Pl.Mx.236b, Ar.V.1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.Ti.43a:—Pass., unite, of a wound, Sor.1.36.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, zusammensetzen, μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.

French (Bailly abrégé)

συγκολλῶ :
coller ensemble : τινί τι souder une chose à une autre.
Étymologie: σύν, κολλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκολλάω [σύγκολλος] aan elkaar lijmen of aan elkaar vastplakken, samenvoegen.

Russian (Dvoretsky)

συγκολλάω:
1 склеивать (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);
2 собирать, компилировать (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).

Greek Monolingual

συγκολλῶ, συγκολλάω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, συγκολλάομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλάω: κολλῶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ, Σφ. 1041, Πλάτ. Μενέξ. 236Β· τινὰ εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· τινί τι Λουκ. Ἀλεξ. 14.

Greek Monotonic

συγκολλάω: κολλώ ή στερεώνω μαζί, συνδέω, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

to glue or cement together, Ar., Plat.