τίγρις: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "Latin: byaggha;" to "Pali Latin: byaggha;")
mNo edit summary
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εως, η, ΝΜΑ, και [[τίγρις]], ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τίγρη]].
|mltxt=η / [[τίγρις]], -εως, ΝΜΑ, και [[τίγρης]], ο και [[λόγιος]] τ. [[τίγρις]], η, Ν, και [[τίγρις]], ὁ, και τ. γεν. -ιος και -ιδος, Α<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του μεγαλόσωμου σαρκοφάγου θηλαστικού Panthera tigris, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών αιλουροειδών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άγριος]], [[αιμοχαρής]], [[σκληρόκαρδος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τίγρης]] του πελάγου»<br /><b>μτφ.</b> (στον Σολωμό) ο [[καρχαρίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία ζώου, ιρανικής προέλευσης, που έχει συνδεθεί ετυμολογικά και με τον ομώνυμο ποταμό Τίγρητα (<b>πρβλ.</b> αρχ. περσ. tigrā). Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το αβεστ. tiγri- «[[βέλος]], οξύ [[άκρο]]» και το αρχ. περσ. tigra- «[[οξύς]], [[αιχμηρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[στίζω]]) και η [[απόδοση]] στον ποταμό Τίγρητα της ιδιότητας του ορμητικού, του αιχμηρού (<b>πρβλ.</b> το [[σχόλιο]] του Στράβωνος: Τίγρις ἄμικτον φυλάσσων τὸ [[ῥεῦμα]] διὰ τὴν ὀξύτητα, ἀφ'οὗ καὶ [[τοὔνομα]] Μήδων τίγριν καλούντων τὸ [[τόξευμα]]), οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> tigris), από όπου και άλλες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. tiger, γαλλ. tigre, γερμ. Tiger)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 17:30, 8 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίγρῐς Medium diacritics: τίγρις Low diacritics: τίγρις Capitals: ΤΙΓΡΙΣ
Transliteration A: tígris Transliteration B: tigris Transliteration C: tigris Beta Code: ti/gris

English (LSJ)

ἡ, Philem.47, Plu.2.144d, also ὁ, Alex.204, Arist.HA607a4, Thphr.HP5.4.7: gen. τίγριος Arist. and Thphr. ll. cc.; τίγριδος Opp.C.3.340; acc. τίγριν: pl. nom. τίγρεις, and τίγριδες D.C.54.9, 76.7; τίγριες Opp.C.1.323; τίγρητες Ar.Byz.Epit.95.10 (acc. to Choerob. in Theod.1.160 H. the river-name is both Τίγρης, Τίγρητος and Τίγρις, Τίγριδος):—tiger, Felis tigris; Seleucus sent one to Athens, ὁ Σελεύκου τίγρις Alex. l.c., cf. Philem. l.c.

German (Pape)

[Seite 1109] ιδος, ion. ιος, welche Form auch bei den besten Attikern gebräuchlicher war, ἡ, seltener, aber vielleicht älter, ὁ, der Tiger; das masc. hat Alexis bei Ath. XIII, 590 b; Arist. H. A. 8, 28 u. Theophr.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
tigre, tigresse, animal.
Étymologie: DELG emprunt iranien.

Russian (Dvoretsky)

τίγρις: ιος и εως, поздн. ῐδος ὁ и ἡ (pl. Plut. τίγρεις) тигр, тигрица Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τίγρῐς: ἡ, Φιλήμων ἐν «Νεαίρᾳ» 1, Πλούτ. 2. 144D, καὶ ὁ, Ἄλεξις ἐν «Πυραυνῳ» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 7· γεν. τίγριος Ἀριστ. καὶ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὁ τύπος τίγριδος προκρίνεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Α. Β. 1423 (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. τίγριν· πληθ., ὀνομ τίγρεις, καὶ τίγριδες Δίων Κ. 54. 9., 76. 7· - τὸ θηρίοντίγρις, Felis tigris· φαίνεται δὲ ὅτι ἦτο ἄγνωστος τοῖς Ἕλλησι μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου· ὁ Σέλευκος ἔστειλε μίαν εἰς Ἀθήνας, ὁ Σελεύκου τίγρις Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φιλήμονα ἔνθ’ ἄνωτ.

Greek Monolingual

η / τίγρις, -εως, ΝΜΑ, και τίγρης, ο και λόγιος τ. τίγρις, η, Ν, και τίγρις, ὁ, και τ. γεν. -ιος και -ιδος, Α
κοινή, σήμερα, ονομασία του μεγαλόσωμου σαρκοφάγου θηλαστικού Panthera tigris, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών αιλουροειδών
νεοελλ.
1. μτφ. (για πρόσ.) άγριος, αιμοχαρής, σκληρόκαρδος
2. φρ. «τίγρης του πελάγου»
μτφ. (στον Σολωμό) ο καρχαρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία ζώου, ιρανικής προέλευσης, που έχει συνδεθεί ετυμολογικά και με τον ομώνυμο ποταμό Τίγρητα (πρβλ. αρχ. περσ. tigrā). Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το αβεστ. tiγri- «βέλος, οξύ άκρο» και το αρχ. περσ. tigra- «οξύς, αιχμηρός» (βλ. λ. στίζω) και η απόδοση στον ποταμό Τίγρητα της ιδιότητας του ορμητικού, του αιχμηρού (πρβλ. το σχόλιο του Στράβωνος: Τίγρις ἄμικτον φυλάσσων τὸ ῥεῦμα διὰ τὴν ὀξύτητα, ἀφ'οὗ καὶ τοὔνομα Μήδων τίγριν καλούντων τὸ τόξευμα), οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. tigris), από όπου και άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. tiger, γαλλ. tigre, γερμ. Tiger)].

Greek Monotonic

τίγρῐς: ἡ, γεν. τίγριος και τιγρίδος· αιτ. τίγριν· πληθ. ονομ. τίγρεις και τίγριδες· το θηρίο η τίγρις, άγνωστη στην Ελλάδα μέχρι τα χρόνια του Αλεξάνδρου.

Middle Liddell

a tiger, unknown in Greece till after Alexander's time.

Frisk Etymology German

τίγρις: -ιος, -ιδος
{tígris}
Grammar: f.
Meaning: Tiger (Arist., Thphr., mittl. Kom. usw.);
Composita: ἱππότιγρις Art großer Tiger (D. C.; ἱππο- vergrößernd), τιγροειδής tigerfarben (D. C.).
Derivative: Daneben der Flußname Τίγρης, -ητος m. (Hdt., X., Arr. usw.), auch Τίγρις, -ιος, -εως, -ιδος (Arist., Plb., Str., Plu. u.a.).
Etymology: Orientalisches LW, zunächst aus dem Iranischen. Nach Varro L. L. 5, 100 armenisch, nach D. P., Eust. u.a. medisch, eig. Pfeil, somit = aw. tigri- m. Pfeil neben tiɣra-, apers. tigra- spitzig (vgl. aind. tigmá- ib. u.a. s. στίζω). Ebenso der FN ("vehementissimum flumen" Varro, "ποταμὸς ὤκιστος ἁπάντων" D. P.) = apers. tigrā. Dabei ist für den Flußnamen, viell. auch für den Tiernamen mit volksetymologischer Angleichung eines Fremdworts an das Iranische zu rechnen (vgl. mpers., akk. Diqlat Tigris). — Daraus lat. tigris usw.
Page 2,896

Translations

tiger

Abkhaz: атигр; Acehnese: rimuëng; Adyghe: къаплъэн, къэплъан; Afrikaans: tier; Aiton: ꩬိုဝ်; Alabama: kowibasbaki, kowiɬahkachi; Albanian: tigër; Amharic: ነብር; Angami: tekhu; Aoheng: sengiru, sengiro, singiro; Arabic: نِمْر‎, بَبْر‎; Egyptian Arabic: نمر‎; Aramaic Classical Syriac: ܛܝܓܪܝܣ‎, ܒܒܪܐ‎; Jewish Babylonian Aramaic: טִיגְרִיס‎; Archi: цӏиркъ; Armenian: վագր; Assamese: ঢেঁকীয়াপতীয়া বাঘ, বাঘ; Asturian: tigre; Avar: цӏиркъ; Awadhi: बाघ; Azerbaijani: pələng; Bahnar: kla; Balinese: macan; Baluchi: مزار‎; Bashkir: юлбарыҫ; Basque: tigre; Batek: yah, ayok, ayõng, pangan, ãp, iyah, bek; Bau Bidayuh: rimoung; Belarusian: тыгр, тыгра; Bengali: বাঘ; Berawan: upo; Bouyei: gugt, duezgugt; Breton: tigr; Buginese: macang; Bukar-Sadong: limo; Bulgarian: тигър; Bundeli: नाहर; Burmese: ကျား; Burusu: mintik inon; Catalan: tigre; Cebuano: tigre; Central Atlas Tamazight: ⴰⵖⵉⵍⴰⵙ; Central Dusun: rimau; Central Melanau: rimau, rimau baleng; Cham Eastern Cham: rimông, ramông; Western Cham: ramông; Chechen: цӏоькъалом; Cheq Wong: kle, keli; Cherokee: ᏢᏓᏥ ᏧᎶᎸᏗ; Chinese Cantonese: 老虎; Dungan: лохў, хў; Gan: 老虎; Hakka: 老虎; Jin: 老虎; Mandarin: 老虎, 虎; Min Dong: 老虎; Min Nan: 虎; Wu: 老虎; Xiang: 老虎; Chru: rơmòg; Coptic: ϫⲓⲕⲣⲓⲥ; Cornish: tiger, tygra; Corsican: tigru; Czech: tygr; Danish: tiger; Dhivehi: މިނިކާވަގަ‎; Dongxiang: basi; Dutch: tijger; Dzongkha: སྟག​; Enggano: nimau; Embaloh: baro; Erzya: бабри; Esperanto: tigro; Estonian: tiiger; Faroese: tikari; Finnish: tiikeri; French: tigre, tigresse; Galician: tigre, tigresa; Gayo: kule; Georgian: ვეფხვი; German: Tiger, Tigerin, Tigermännchen, Tigerweibchen; Middle High German: tigertier; Old High German: tigirtior, tigritior; Gondi: బుర్కల్; Gong: เดือ; Greek: τίγρη, τίγρης; Ancient Greek: τίγρις; Greenlandic: tiigeri; Guaraní: jaguarete; Guerrero Amuzgo: kítziaⁿ; Gujarati: વાઘ; Haitian Creole: tig; Haroi: lĕmung; Hebrew: טִיגְרִיס‎; Hindi: बाघ, व्याघ्र, शेर, बबर, नाहर, केहर; Hungarian: tigris; Iban: remaung; Icelandic: tígur; Idahan: kakkang; Ido: tigro; Indonesian: harimau; Ingrian: tigra; Ingush: цӏокъ; Interlingua: tigre; Irish: tíogar; Isthmus Zapotec: beedxeʼ; Italian: tigre; Jahai: ap, ju'ok, baling, putew; Jah Hut: kĕlak; Japanese: 虎, トラ; Jarai: rờmōng; Javanese: macan, gémbong, gogor, sima, wiyagra, sardula, bowong; Kabardian: къаплъэн, хьэщомыщ; Kalmyk: ирвск; Kannada: ಹುಲಿ; Karachay-Balkar: къаплан; Kazakh: жолбарыс; Kedayan: haimau; Kelabit: balang; Kensiu: émet, tayok, ong; Kerinci: imaw; Khasi: khla; Khmer: ខ្លា, ខ្លាធំ; Korean: 호랑이, 범; Kristang: trigi; Kubu/Anak Dalam/Orang Rimba: mer'ego, natong hidup; Kumyk: къаплан; Kurdish Central Kurdish: بەور‎; Northern Kurdish: piling; Kutai: remaong; Kyrgyz: жолборс; Lampung: kumbok, lemawong, lemameng, waw, jin; Lao: ເສືອ; Latin: tigris; Latvian: tīģeris; Lawangan: timang, timaang; Lezgi: пеленг; Ligurian: tîgre; Limburgish: tieger; Lisu: ꓡꓽ; Lithuanian: tigras; Low German: Tieger; Luxembourgish: Tiger; Lü: ᦵᦉᦲ; Macedonian: тигар; Mah Meri: a'a, a'ak, tuéh, malap; Malagasy: trimo; Malay: harimau, macan, harimau belang, macan loreng; Baba Malay: arimo; Malayalam: പുലി, വ്യാഘ്രം; Maltese: tigra; Manchu: ᡨᠠᠰᡥᠠ, ᠮᡠᡥᠠᠨ, ᠪᡳᡵᡝᠨ, ᡨᠠᡵᡶᡠ; Mandailing: babiat; Manx: çheegyr, teigyr; Maori: taika; Mapudungun: nahuel; Marathi: वाघ; Mazanderani: پلنگ‎, ببر‎, دورگ‎; Mendriq: lodap, ap; Middle English: tygre; Middle Korean: 범〯; Minang: inyiak, rimau; Mingrelian: ჸილო; Mon: ကၠ; Mongolian: бар; Montagnais: minashkuau-minush; Muong: khảl; Nanai: амбан; Navajo: náshdóítsoh noodǫ́zígíí; Nepali: बाघ; Ngaju: haramaung; Nivkh: ат, иғлуладь; Nogai: йолбарыс; Norwegian Bokmål: tiger; Nynorsk: tiger; Occitan: tigre; Old Church Slavonic: тигръ; Old English: tiger; Old Javanese: macan; Oriya: ବାଘ; Oromo: qeerramsa; Oroqen: ʊta꞉tʃi; Ossetian: тигр; Ottoman Turkish: قپلان‎, پلنگ‎; Pa'o Karen: ကေ; Pacoh: cula; Pali Bengali: ব্যগ্ঘ; Burmese: ဗျဂ္ဃ; Devanagari: ब्यग्घ; Khmer: ព្យគ្ឃ; Pali Latin: byaggha; Sinhalese: බ්යග්ඝ; Tai Tham: ᨻ᩠ᨿᨣ᩠ᨥ; Thai: พฺยคฺฆ; Pashto: پړانګ‎; Pawnee: pakstítkukiic; Penan Western Penan: biat; Eastern Penan: tepun; Persian: ببر‎; Pesemah: setue, ne'ngau; Plautdietsch: Tieja; Polish: tygrys anim; Portuguese: tigre; Prakrit Ardhamagadhi Prakrit: 𑀯𑀕𑁆𑀖; Maharastri Prakrit: 𑀯𑀕𑁆𑀖; Sauraseni Prakrit: 𑀯𑀕𑁆𑀖; Punan Tubu: vi'at, fi'at; Punjabi: ਸ਼ੇਰ, ਬਾਘ; Quechua: uthurunku; Rade: êmông; Rejang: imêu; Roglai: lumõng; Rohingya: bag; Romagnol: tigra; Romanian: tigru; Rungus: orimau; Russian: тигр, тигрица; Saek: กู̄ก; Salako: rimong; Sanskrit: व्याघ्र; Santali: ᱛᱟᱹᱨᱩᱵ; Saurashtra: ꢮꢵꢔ꣄; Scots: teeger; Semai: atañ, kaap, berenggas, raak, mameek, mergas, bergas, nyuuq, keek, bagòr, kaam, rerok; Semaq Beri: gayit, gayi; Semnam: kmuuc; Serawai: setuau, setuo; Serbo-Croatian Cyrillic: тигар; Roman: tigar; Serudung: takinon; Shan: သိူဝ်; Siang: hôrômaung; Sichuan Yi: ꆿ; Sicilian: tigri, trighi; Sihan: piyat; Sindhi: واگھُ‎; Sinhalese: කොටියා; Slovak: tiger; Slovene: tiger; Somali: shabeel; Sorbian Lower Sorbian: tiger; Upper Sorbian: tiger; Spanish: tigre; Sundanese: lodaya, maung, aom; Swahili: chui milia, simba marara; Swedish: tiger; Sylheti: ꠛꠣꠊ; Tabasaran: пеленг; Tagalog: tigre; Tai Dam: ꪹꪎ; Tai Nüa: ᥔᥫᥴ; Tajik: бабр; Tamil: புலி; Tarao: yokpi; Tatar: юлбарыс; Telugu: పులి, వ్యాఘ్రము; Temiar: mamuh, merges, mamuug, aab; Temoq: barangmoh, daying, mĕ'ong, tĕhoqpolan, pĕn-yow; Ten'edn: o'; Thai: เสือ, เสือโคร่ง; Tibetan: སྟག; Tigrinya: ነብሪ; Toba Batak: babiat, babiak, ompung, ompungi; Tobilung: mondou, tatanansad; Tocharian B: mewiyo, mewiya; Tulu: ಪಿಲಿ; Tupinambá: îagûara, îagûareté; Turkish: kaplan; Turkmen: gaplaň; Tuvan: пар; Udihe: кути, амба; Udmurt: юлбарыс; Ukrainian: тигр; Urak Lawoi': brutat; Urdu: شیر‎, باگھ‎; Uyghur: يولۋاس‎, بارس‎; Uzbek: yoʻlbars; Vietnamese: hổ, cọp, khái, kễnh, hùm; Volapük: tigrid; Walloon: tigue; Welsh: teigr; West Frisian: tiger; Western Panjabi: شیر‎, باگھ‎; White Hmong: tsov; Wutunhua: dak; Yakut: баабыр; Yiddish: טיגער‎; Yoruba: ẹkùn; Zhuang: guk; Zulu: ithayiga