ἀγριότης: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=ἀγριότητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[estado salvaje]], [[salvajismo]] op. [[ἡμερότης]] de animales, X.<i>Mem</i>.2.2.7, Isoc.12.163, Arist.<i>HA</i> 588<sup>a</sup>21, [[LXX]] 2<i>Ma</i>.15.21<br /><b class="num">•</b>de pers. βαρβάρων | |dgtxt=ἀγριότητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[estado salvaje]], [[salvajismo]] op. [[ἡμερότης]] de animales, X.<i>Mem</i>.2.2.7, Isoc.12.163, Arist.<i>HA</i> 588<sup>a</sup>21, [[LXX]] 2<i>Ma</i>.15.21<br /><b class="num">•</b>de pers. βαρβάρων ἀγριότης Plb.9.24.4<br /><b class="num">•</b>de plantas [[estado silvestre]] Thphr.<i>HP</i> 3.2.4<br /><b class="num">•</b>de la tierra [[falta de cultivo]] ἀγριότης γῆς <i>Gp</i>.7.1.4.<br /><b class="num">2</b> ref. al carácter [[fiereza]], [[crueldad]] op. [[πραότης]] Pl.<i>Smp</i>.197d, Arist.<i>HA</i> 629<sup>b</sup>7, cf. D.26.26, ἀγριότης καὶ μέθη Plb.18.55.2<br /><b class="num">•</b>de pasiones [[violencia]], [[fiereza]] ἀγριότης (ἐπιθυμίας) Herm.<i>Mand</i>.12.1.2<br /><b class="num">•</b>[[ímpetu]] Sud. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 13:11, 20 November 2024
English (LSJ)
ἀγριότητος, ἡ,
A savageness, wildness, of animals, opp. ἡμερότης, X.Mem.2.2.7, cf. Isoc.12.163, Arist.HA588a21; ofplants, Thphr. HP 3.2.4; of untilled ground, ἀγριότης γῆς Gp.7.1.4; of diet, Hp.VM7 (as v.l. for θηριότητα), Aër.23.
II of men, in moral sense, fierceness, cruelty, Pl.Smp. 197d, al., D.26.26 (pl.).
Spanish (DGE)
ἀγριότητος, ἡ
1 estado salvaje, salvajismo op. ἡμερότης de animales, X.Mem.2.2.7, Isoc.12.163, Arist.HA 588a21, LXX 2Ma.15.21
•de pers. βαρβάρων ἀγριότης Plb.9.24.4
•de plantas estado silvestre Thphr.HP 3.2.4
•de la tierra falta de cultivo ἀγριότης γῆς Gp.7.1.4.
2 ref. al carácter fiereza, crueldad op. πραότης Pl.Smp.197d, Arist.HA 629b7, cf. D.26.26, ἀγριότης καὶ μέθη Plb.18.55.2
•de pasiones violencia, fiereza ἀγριότης (ἐπιθυμίας) Herm.Mand.12.1.2
•ímpetu Sud.
French (Bailly abrégé)
ἀγριότητος (ἡ) :
1 nature sauvage, non cultivée;
2 au mor. caractère farouche, sauvagerie, cruauté.
Étymologie: ἄγριος.
German (Pape)
ἀγριότητος, ἡ,
1 der wilde Zustand der Pflanzen, Theophr., Wildheit der Tiere und übertragen
2 Roheit, Leidenschaftlichkeit, der πρᾳότης entgeggstzt, Plat. symp. 179d; αἱ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἀγριότητες Dem. 26.26.
Russian (Dvoretsky)
ἀγριότης: ἀγριότητος ἡ
1 дикость (θηρίου Xen.; τῶν θηρίων Isocr.);
2 перен. тж. pl. дикость, грубость Plat., Arst., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριότης: ἀγριότητος, ἡ, ἀγρία κατάστασις ζῴων, τὸ ἀντίθετον τοῦ ἡμερότης, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 7, Ἰσοκρ. 267 Β, καὶ φυτῶν: Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4· ἐπὶ ἀκαλλιεργήτου γῆς, ἀγρ. γῆς, Γεωπ. 7. 1: -περὶ διαίτης, τρόπου τοῦ ζῆν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Ἀέρ. 294. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων -ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας- ἀγριότης, σκληρότης, θηριωδία, Πλάτ. Συμπ. 197D, καὶ ἀλλ.· Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8, 1,2· ἐν τῷ πλθ., Δημ. 808, 15.
Greek Monotonic
ἀγριότης: ἀγριότητος, ἡ (ἄγριος),
I. αγριότητα, βαρβαρότητα, σκληρότητα, σε Ξεν. κ.λπ.
II. με ηθική σημασία, θηριωδία, βαναυσότητα, βιαιότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἄγριος
I. wildness, savageness, Xen., etc.
II. in moral sense, savageness, fierceness, cruelty, Plat., etc.