γαλακτόχρως: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=galaktochros | |Transliteration C=galaktochros | ||
|Beta Code=galakto/xrws | |Beta Code=galakto/xrws | ||
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, | |Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[milk-coloured]], Philyll.4, Nausicr.2: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. [[γαλακτόχροες]] in Opp.''C.''3.478 is [[falsa lectio|f.l.]] for [[γαλακόχροες]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(γᾰλακτόχρως) -ωτος<br /><b class="num">• Morfología:</b> [neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]<br />[[de color lechoso]] κόλλαβοι Philyll.4, cf. Nausicr.1.12, [[ἄνθη]] Dsc.l.c. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γᾰλακτόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ τὸ [[χρῶμα]] ἔχων γάλακτος, Φιλύλλ. Αὔγ. 2, Ναυσικρ. Ναυκλ. 2· οὐδ. πληθ. γαλακτόχροα Διοσκ. 3. 47· ― ὀνομ. πληθ. γαλακτόχροες παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 478 εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ γλακτόχροες ἢ γαλατόχροες. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[γαλακόχρως]], ο, η (Α)<br />ο [[γαλακτόχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]] (-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. <i>υγρόχρως</i>, [[μελανόχρως]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, milk-coloured, Philyll.4, Nausicr.2: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. γαλακτόχροες in Opp.C.3.478 is f.l. for γαλακόχροες.
Spanish (DGE)
(γᾰλακτόχρως) -ωτος
• Morfología: [neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]
de color lechoso κόλλαβοι Philyll.4, cf. Nausicr.1.12, ἄνθη Dsc.l.c.
German (Pape)
[Seite 471] ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ τὸ χρῶμα ἔχων γάλακτος, Φιλύλλ. Αὔγ. 2, Ναυσικρ. Ναυκλ. 2· οὐδ. πληθ. γαλακτόχροα Διοσκ. 3. 47· ― ὀνομ. πληθ. γαλακτόχροες παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 478 εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ γλακτόχροες ἢ γαλατόχροες.
Greek Monolingual
και γαλακόχρως, ο, η (Α)
ο γαλακτόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -χρως < χρώς «χρώμα» (πρβλ. υγρόχρως, μελανόχρως)].