ἐξαιρετέος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(5) |
|||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksaireteos | |Transliteration C=eksaireteos | ||
|Beta Code=e)cairete/os | |Beta Code=e)cairete/os | ||
|Definition=α, ον, <span class=" | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be taken out]] or [[removed]], ἐκ τῆς στρατιᾶς [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.2.23.<br><span class="bld">II</span> [[ἐξαιρετέον]] [[one must take out]], [[remove]], τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''942c, cf. ''Tht.''157b.<br><span class="bld">2</span> [[one must pick out]], [[select]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.52. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[que debe ser separado o expulsado]] ἐκ τῆς στρατιᾶς X.<i>Cyr</i>.2.2.23, c. dat. agente, X.<i>Cyr</i>.2.2.25.<br /><b class="num">2</b> de [[ciudad]] o fortalezas [[que debe ser tomado o conquistado]] Arr.<i>An</i>.4.21.3, Καρχηδών D.C.59.1 (p.271). | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu'il faut écarter de;<br /><b>2</b> qu'il faut choisir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαιρέω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξαιρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐξαιρέω]], ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ [[ἀξία]] τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει [[εἶναι]]» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, [[ἀφαιρετέον]], ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ [[μερίδιον]]», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐξαιρετέος]], -α, -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που [[πρέπει]] να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «([[ημέρα]]) εξαιρετέα» — [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[Καρχηδών]]... ἐξαιρετέα ἐδόκει [[εἶναι]]» — αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η [[Καρχηδών]]<br />β) «γυναῖκας ἐξαιρετέον ἄν εἴη» — [[πρέπει]] να γίνει [[διαχωρισμός]], να βγει [[μερίδιο]] για τις γυναίκες. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξαιρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί ή να απομακρυνθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐξαιρετέον</i>, αυτό που πρέπει να αφαιρεθεί, να αποβληθεί· αυτός που πρέπει να επιλεχθεί [[έναντι]] άλλων, [[εκλεκτός]], [[διαλεκτός]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξαιρετέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj.] [from [[ἐξαιρέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[to be taken out or removed]], [[Xen]].<br /><b class="num">II.</b> ἐξαιρετέον, one must [[take]] out: one must [[pick]] out, [[select]], Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:32, 23 March 2024
English (LSJ)
α, ον,
A to be taken out or removed, ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23.
II ἐξαιρετέον one must take out, remove, τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου Pl.Lg.942c, cf. Tht.157b.
2 one must pick out, select, X.Cyr.4.5.52.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 que debe ser separado o expulsado ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23, c. dat. agente, X.Cyr.2.2.25.
2 de ciudad o fortalezas que debe ser tomado o conquistado Arr.An.4.21.3, Καρχηδών D.C.59.1 (p.271).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qu'il faut écarter de;
2 qu'il faut choisir.
Étymologie: ἐξαιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξαιρέω, ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ ἀξία τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, ἀφαιρετέον, ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ μερίδιον», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐξαιρετέος, -α, -ον) εξαιρώ
αυτός που πρέπει να εξαιρεθεί
νεοελλ.
φρ. «(ημέρα) εξαιρετέα» — αργία
αρχ.
φρ. α) «Καρχηδών... ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» — αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η Καρχηδών
β) «γυναῖκας ἐξαιρετέον ἄν εἴη» — πρέπει να γίνει διαχωρισμός, να βγει μερίδιο για τις γυναίκες.
Greek Monotonic
ἐξαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί ή να απομακρυνθεί, σε Ξεν.
II. ἐξαιρετέον, αυτό που πρέπει να αφαιρεθεί, να αποβληθεί· αυτός που πρέπει να επιλεχθεί έναντι άλλων, εκλεκτός, διαλεκτός, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐξαιρετέος, η, ον adj verb. adj.] [from ἐξαιρέω
I. to be taken out or removed, Xen.
II. ἐξαιρετέον, one must take out: one must pick out, select, Xen.