ῥαβδισμός: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_15) |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ravdismos | |Transliteration C=ravdismos | ||
|Beta Code=r(abdismo/s | |Beta Code=r(abdismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[winnowing]], [[threshing]], PTeb.119.46 (ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥαβδισμός''': ὁ, τὸ ῥαβδίζειν, δέρειν διὰ ῥάβδου, Ἐκκλ.· - [[ὡσαύτως]] ῥαβδιστής, οῦ, ὁ, ὁ ῥαβδίζων, Ἀντίγραφ. ἐν τῷ Mus. Borgh. σ. 56 Schow. | |lstext='''ῥαβδισμός''': ὁ, τὸ ῥαβδίζειν, δέρειν διὰ ῥάβδου, Ἐκκλ.· - [[ὡσαύτως]] ῥαβδιστής, οῦ, ὁ, ὁ ῥαβδίζων, Ἀντίγραφ. ἐν τῷ Mus. Borgh. σ. 56 Schow. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ῥαβδισμός]], ΝΜΑ [[ῥαβδίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ραβδίζω]], το [[χτύπημα]] με [[ραβδί]] ή και με [[άλλο]] παρεμφερές όργανο, [[ράβδισμα]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με δέντρα) το [[τίναγμα]] τών καρπών, [[ράβδισμα]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σιτηρά]]) το [[τίναγμα]] τών σιτηρών στο [[αλώνι]] με τη [[χρήση]] ράβδου για τον αποχωρισμό του καρπού από τα άχυρα. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[threshing]]=== | |||
Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]]; Ancient Greek: [[ἁλοατός]], [[ἀλόησις]], [[ἀλοησμός]], [[ἀλοητός]], [[ἀλοίησις]], [[ἀλώησις]], [[ἁλωισμός]], [[ἁλωνία]], [[ῥαβδισμός]]; Italian: [[trebbiatura]]; Russian: [[молотьба]]; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба | |||
===[[winnowing]]=== | |||
Greek: [[λίχνισμα]]; Ancient Greek: [[ἐκτιναγμός]], [[ἐκτίναξις]], [[λικμητός]], [[πτισμός]], [[ῥαβδισμός]], [[σεννίον]]; Finnish: viskaaminen; Macedonian: веење; Persian: بوجاری; Polish: wianie; Russian: [[веяние]]; Sicilian: cèrniri; Swedish: tröska | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:18, 19 January 2023
English (LSJ)
ὁ, winnowing, threshing, PTeb.119.46 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 829] ὁ, das mit der Ruthe, mit dem Stocke Schlagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδισμός: ὁ, τὸ ῥαβδίζειν, δέρειν διὰ ῥάβδου, Ἐκκλ.· - ὡσαύτως ῥαβδιστής, οῦ, ὁ, ὁ ῥαβδίζων, Ἀντίγραφ. ἐν τῷ Mus. Borgh. σ. 56 Schow.
Greek Monolingual
ο / ῥαβδισμός, ΝΜΑ ῥαβδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ραβδίζω, το χτύπημα με ραβδί ή και με άλλο παρεμφερές όργανο, ράβδισμα
2. (σχετικά με δέντρα) το τίναγμα τών καρπών, ράβδισμα
3. (σχετικά με σιτηρά) το τίναγμα τών σιτηρών στο αλώνι με τη χρήση ράβδου για τον αποχωρισμό του καρπού από τα άχυρα.
Translations
threshing
Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: αλώνισμα, αλωνισμός; Ancient Greek: ἁλοατός, ἀλόησις, ἀλοησμός, ἀλοητός, ἀλοίησις, ἀλώησις, ἁλωισμός, ἁλωνία, ῥαβδισμός; Italian: trebbiatura; Russian: молотьба; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба
winnowing
Greek: λίχνισμα; Ancient Greek: ἐκτιναγμός, ἐκτίναξις, λικμητός, πτισμός, ῥαβδισμός, σεννίον; Finnish: viskaaminen; Macedonian: веење; Persian: بوجاری; Polish: wianie; Russian: веяние; Sicilian: cèrniri; Swedish: tröska