καυχηματίας: Difference between revisions

(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kafchimatias
|Transliteration C=kafchimatias
|Beta Code=kauxhmati/as
|Beta Code=kauxhmati/as
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">boaster, braggart</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>159</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>121.7</span>; <b class="b2">boastful</b>, <b class="b3">λόγος</b> Sch.<span class="bibl">Il.13.373</span>.</span>
|Definition=-ου, ὁ, [[boaster]], [[braggart]], Ptol.''Tetr.''159, ''EM''121.7; [[boastful]], [[λόγος]] Sch.Il.13.373.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυχημᾰτίας''': -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ [[φρονηματίας]], [[φρυαγματίας]], [[οἰηματίας]] κτλ., κ. [[λόγος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ.
|lstext='''καυχημᾰτίας''': -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ [[φρονηματίας]], [[φρυαγματίας]], [[οἰηματίας]] κτλ., κ. [[λόγος]] Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καυχηματίας]]) [[καύχημα]]<br />αυτός που διαρκώς καυχιέται, [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) ο [[γεμάτος]] κομπασμό.
}}
{{trml
|trtx====[[boastful]]===
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: [[vantard]], [[fanfaron]]; Galician: fantoche, vaidoso; German: [[prahlerisch]], [[stolz]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονίας]], [[ἀλαζονικός]], [[ἀλαζών]], [[αὐχαλέος]], [[αὐχήεις]], [[αὐχηματίας]], [[αὐχητής]], [[γαύρηξ]], [[γλωσσοκηλόκομπος]], [[Θράσων]], [[καυχηματίας]], [[καυχηματικός]], [[καυχήμων]], [[καυχητής]], [[κομπαστής]], [[κομπαστικός]], [[κομπολακύθης]], [[κομπός]], [[κομπῶδες]], [[κομπώδης]], [[μεγάλαυχος]], [[μεγαλήγορος]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαυχής]], [[περιαυτολογικός]], [[στόμαργος]], [[ὑπέραυχος]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπέρφρων]], [[ὑψαγόρας]], [[ὑψήγορος]], [[ὑψηλόφρων]], [[ὑψίκομπος]], [[φίλαυχος]]; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: [[iactans]]; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: [[orgulhoso]]; Russian: [[хвастливый]], [[гордый]]; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: [[jactancioso]], [[fachendoso]]; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

English (LSJ)

-ου, ὁ, boaster, braggart, Ptol.Tetr.159, EM121.7; boastful, λόγος Sch.Il.13.373.

German (Pape)

[Seite 1409] ὁ, Großprahler, Prahlhans; Schol. Ar. Ran. 40; vgl. E. M. 121, 7; auch λόγος, Schol. Il. 13, 373.

Greek (Liddell-Scott)

καυχημᾰτίας: -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ φρονηματίας, φρυαγματίας, οἰηματίας κτλ., κ. λόγος Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ.

Greek Monolingual

ο (Α καυχηματίας) καύχημα
αυτός που διαρκώς καυχιέται, αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιάρης
αρχ.
(για λόγο) ο γεμάτος κομπασμό.

Translations

boastful

Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам