ἀκατάσχετος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(6_15)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataschetos
|Transliteration C=akataschetos
|Beta Code=a)kata/sxetos
|Beta Code=a)kata/sxetos
|Definition=ον, (κατέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be checked</b>, ὁρμή Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. <span class="bibl">Onos.1.3</span>; δάκρυα <span class="bibl">D.S.17.38</span>; of persons, <b class="b2">uncontrollable</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>86</span>, <span class="bibl">Apollon.<span class="title">Mir.</span>40</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>44</span>. Adv. -τως <span class="bibl">D.S.17.34</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>37</span>.</span>
|Definition=ἀκατάσχετον, ([[κατέχω]]) [[not to be checked]], ὁρμή Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Onos.1.3; δάκρυα [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.38; of persons, [[uncontrollable]], Phld.''Piet.''86, Apollon.''Mir.''40, Plu.''Mar.''44. Adv. [[ἀκατασχέτως]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.34, Plu.''Cam.''37.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incontenible]], [[incontrolable]] ὁρμή Hipparch. en Stob.4.44.81, δάκρυα [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.38, λογισμοί Pall.<i>V.Chrys</i>.6.11<br /><b class="num">•</b>de pers. Plu.<i>Mar</i>.44, θυμός <i>Mart.Pol</i>.12.2<br /><b class="num"></b>[[sin límites]], [[irreprimible]] ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος [[ἔκχυσις]] ... ἀ. καὶ [[ἄφθονος]] Didym.M.39.533A, τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν θεὸν ἀκατάσχετον Mac.Aeg.<i>Hom</i>.15.37.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[que no puede contener]] θυμὸς ἀ. ὀργῆς [[LXX]] <i>Ib</i>.31.11.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera incontenible]] ἀ. ὁρμᾶν Ael.<i>NA</i> 14.18, Pall.<i>V.Chrys</i>.9.26, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.34, Plu.<i>Cam</i>.37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu'on ne peut contenir;<br />[[NT]]: incontrôlable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατέχω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht zu [[halten]], nicht zu [[bändigen]]</i>, Plut. <i>Mar</i>. 44; δάκρυα DS. 17.38.<br><b class="num">• Adv.</b> <i>[[unaufhaltsam]]</i>, φέρεσθαι Plut. <i>Cam</i>. 37.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάσχετος:''' [[неудержимый]], [[безудержный]] (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάσχετος''': -ον, ([[κατέχω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.
|lstext='''ἀκατάσχετος''': -ον, ([[κατέχω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.
}}
{{StrongGR
|strgr=from Α (as a [[negative]] [[particle]]) and a derivative of [[κατέχω]]; unrestrainable: [[unruly]].
}}
{{Thayer
|txtha=([[κατέχω]], to [[restrain]], [[control]]), [[that]] cannot be restrained: R G. (Diodorus 17,38 [[ἀκατάσχετος]] δάκρυα, others.)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάσχετος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει<br />«ακατάσχετη [[ορμή]], [[φλυαρία]], [[αιμορραγία]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την [[ικανοποίηση]] του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε [[κατάσχεση]]<br /><b>2.</b> το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, <i>το ακατάσχετον</i><br />«το ακατάσχετον του μισθού».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατέχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκατασχεσία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάσχετος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατέχω]]<br />not to be checked:— adv. -τως, Plut.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢kat£scetoj 阿-卡他-士赫拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-向下-有<br />'''字義溯源''':不受約束的,難控制的,難制伏的,不守法的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[κατέχω]])=壓住)組成;而 ([[κατέχω]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἔχω]])*=持)組成<br />'''出現次數''':總共(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 是難制伏的(1) 雅3:8
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀσυγκράτητος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[κατέχω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ἔχω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:49, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάσχετος Medium diacritics: ἀκατάσχετος Low diacritics: ακατάσχετος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: akatáschetos Transliteration B: akataschetos Transliteration C: akataschetos Beta Code: a)kata/sxetos

English (LSJ)

ἀκατάσχετον, (κατέχω) not to be checked, ὁρμή Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Onos.1.3; δάκρυα D.S.17.38; of persons, uncontrollable, Phld.Piet.86, Apollon.Mir.40, Plu.Mar.44. Adv. ἀκατασχέτως D.S.17.34, Plu.Cam.37.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incontenible, incontrolable ὁρμή Hipparch. en Stob.4.44.81, δάκρυα D.S.17.38, λογισμοί Pall.V.Chrys.6.11
de pers. Plu.Mar.44, θυμός Mart.Pol.12.2
sin límites, irreprimible ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἔκχυσις ... ἀ. καὶ ἄφθονος Didym.M.39.533A, τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν θεὸν ἀκατάσχετον Mac.Aeg.Hom.15.37.
2 c. gen. que no puede contener θυμὸς ἀ. ὀργῆς LXX Ib.31.11.
II adv. -ως de manera incontenible ἀ. ὁρμᾶν Ael.NA 14.18, Pall.V.Chrys.9.26, cf. D.S.17.34, Plu.Cam.37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut contenir;
NT: incontrôlable.
Étymologie: , κατέχω.

German (Pape)

nicht zu halten, nicht zu bändigen, Plut. Mar. 44; δάκρυα DS. 17.38.
• Adv. unaufhaltsam, φέρεσθαι Plut. Cam. 37.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάσχετος: неудержимый, безудержный (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσχετος: -ον, (κατέχω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of κατέχω; unrestrainable: unruly.

English (Thayer)

(κατέχω, to restrain, control), that cannot be restrained: R G. (Diodorus 17,38 ἀκατάσχετος δάκρυα, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει
«ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία»
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε κατάσχεση
2. το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, το ακατάσχετον
«το ακατάσχετον του μισθού».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατέχω.
ΠΑΡ. ἀκατασχεσία.

Greek Monotonic

ἀκατάσχετος: -ον (κατέχω), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. -ως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κατέχω
not to be checked:— adv. -τως, Plut.

Chinese

原文音譯:¢kat£scetoj 阿-卡他-士赫拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-有
字義溯源:不受約束的,難控制的,難制伏的,不守法的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κατέχω)=壓住)組成;而 (κατέχω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 是難制伏的(1) 雅3:8

Mantoulidis Etymological

(=ἀσυγκράτητος). Ἀπό τό α στερητ. + κατέχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἔχω.