ἐμμέθοδος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emmethodos
|Transliteration C=emmethodos
|Beta Code=e)mme/qodos
|Beta Code=e)mme/qodos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">according to rule</b> or <b class="b2">system</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.21</span>; <b class="b3">τὸ ἐ</b>. <b class="b2">systematic arrangement</b>, <span class="bibl">Ph.2.512</span>. Adv. <b class="b3">-δως</b> <b class="b2">systematically</b>, <span class="bibl">Cleom.2.1</span>, Hero<b class="b2">*Deff</b>.138.5, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>155.21</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.188</span>, etc.: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>6.2</span>.</span>
|Definition=ἐμμέθοδον, [[according to rule]] or [[system]], S.E.''P.''2.21; [[τὸ ἐμμέθοδον]] = [[systematic arrangement]], Ph.2.512. Adv. [[ἐμμεθόδως]] = [[systematically]], Cleom.2.1, Hero*Deff.138.5, A.D.''Synt.''155.21, S.E.''M.''1.188, etc.: Comp. ἐμμεθοδώτερον Procl.''Hyp.''6.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[conforme a un método o criterio]], [[sistemático]], [[científico]] ἐμμεθόδοις ἀποδείξεσι χρησάμενοι S.E.<i>M</i>.1.188, λόγος S.E.<i>P</i>.2.21, Ammon.<i>in Int</i>.82.29, χειρουργία ἐστὶν [[ἄρσις]] ἐ. τοῦ ... ἀλλοτρίου Gal.14.780, [[ἀποφυγή]] Aristid.Quint.133.2, cf. Procl.<i>in Ti</i>.1.261.18, Simp.<i>in Cael</i>.656.5, compar. τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου ... ἐμμεθοδώτερον κατεσκεύασται Procl.<i>Hyp</i>.6.2<br /><b class="num"></b>subst. τὸ ἐμμέθοδον [[sistematicidad]] λογικῇ φύσει τὸ ἐ. οἰκεῖον Ph.2.512, cf. S.E.<i>P</i>.2.48.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[metódica]], [[sistemáticamente]] σαφῶς τε καὶ ἐ. δείξομεν Hero <i>Def</i>.138.5, cf. A.D.<i>Synt</i>.155.21, S.E.<i>M</i>.1.188, ἐ. δὲ χρῆται τῇ αἰτίᾳ Asp.<i>in EN</i> 15.3, cf. Aët.11.29, τὰ ἑξάγωνα ὁ Ποτάμων ἐ. ἀνέγραψε Simp.<i>in Cael</i>.654.12, cf. Aristid.<i>Pro</i>.139.3, Cleom.2.1.343, Syrian.<i>in Hermog</i>.2.81.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμμέθοδος:''' [[методически построенный]], [[продуманный]] ([[λόγος]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμέθοδος''': -ον, [[μεθοδικός]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, [[διάταξις]], Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, [[μεθοδικῶς]], Βυζ.
|lstext='''ἐμμέθοδος''': -ον, [[μεθοδικός]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, [[διάταξις]], Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, [[μεθοδικῶς]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμμέθοδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με μέθοδο, [[μεθοδικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμμέθοδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μεθοδικότητα]], [[συστηματική]] [[τακτοποίηση]].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμέθοδος Medium diacritics: ἐμμέθοδος Low diacritics: εμμέθοδος Capitals: ΕΜΜΕΘΟΔΟΣ
Transliteration A: emméthodos Transliteration B: emmethodos Transliteration C: emmethodos Beta Code: e)mme/qodos

English (LSJ)

ἐμμέθοδον, according to rule or system, S.E.P.2.21; τὸ ἐμμέθοδον = systematic arrangement, Ph.2.512. Adv. ἐμμεθόδως = systematically, Cleom.2.1, Hero*Deff.138.5, A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, etc.: Comp. ἐμμεθοδώτερον Procl.Hyp.6.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 conforme a un método o criterio, sistemático, científico ἐμμεθόδοις ἀποδείξεσι χρησάμενοι S.E.M.1.188, λόγος S.E.P.2.21, Ammon.in Int.82.29, χειρουργία ἐστὶν ἄρσις ἐ. τοῦ ... ἀλλοτρίου Gal.14.780, ἀποφυγή Aristid.Quint.133.2, cf. Procl.in Ti.1.261.18, Simp.in Cael.656.5, compar. τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου ... ἐμμεθοδώτερον κατεσκεύασται Procl.Hyp.6.2
subst. τὸ ἐμμέθοδον sistematicidad λογικῇ φύσει τὸ ἐ. οἰκεῖον Ph.2.512, cf. S.E.P.2.48.
2 adv. -ως metódica, sistemáticamente σαφῶς τε καὶ ἐ. δείξομεν Hero Def.138.5, cf. A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, ἐ. δὲ χρῆται τῇ αἰτίᾳ Asp.in EN 15.3, cf. Aët.11.29, τὰ ἑξάγωνα ὁ Ποτάμων ἐ. ἀνέγραψε Simp.in Cael.654.12, cf. Aristid.Pro.139.3, Cleom.2.1.343, Syrian.in Hermog.2.81.2.

German (Pape)

[Seite 808] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμέθοδος: методически построенный, продуманный (λόγος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμέθοδος: -ον, μεθοδικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, διάταξις, Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, μεθοδικῶς, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμμέθοδος, -ον)
1. αυτός που γίνεται με μέθοδο, μεθοδικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμέθοδο(ν)
μεθοδικότητα, συστηματική τακτοποίηση.