πολυσύνδεσμος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polysyndesmos | |Transliteration C=polysyndesmos | ||
|Beta Code=polusu/ndesmos | |Beta Code=polusu/ndesmos | ||
|Definition= | |Definition=πολυσύνδεσμον, [[using many conjunctions]] or [[connecting particles]], [[Θουκυδίδης]] Sch.Th.2.41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠσύνδεσμος''': -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ [[Θουκυδίδης]] ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41. | |lstext='''πολῠσύνδεσμος''': -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ [[Θουκυδίδης]] ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />(για συγγραφέα) αυτός που χρησιμοποιεί πολλούς συνδέσμους. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυσύνδεσμον, using many conjunctions or connecting particles, Θουκυδίδης Sch.Th.2.41.
German (Pape)
[Seite 674] viele Verbindungen od. Verbindungswörter brauchend, Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσύνδεσμος: -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ Θουκυδίδης ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41.
Greek Monolingual
-ον, Μ
(για συγγραφέα) αυτός που χρησιμοποιεί πολλούς συνδέσμους.