τρομώδης: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tromodis | |Transliteration C=tromodis | ||
|Beta Code=tromw/dhs | |Beta Code=tromw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=τρομῶδες, [[trembling]], [[quivering]], τρομώδεις ἔθνῃσκον Str.15.2.6; σάρξ Plu.2.689c; of delirious persons, [[χεῖρες]], [[γλῶσσαι]], Hp.''Acut.''42, ''Prorrh.''1.20; πυρετοί Id.''Fract.'' 11. Adv. [[τρομωδῶς]] Gal.7.69, Steph. ''in Hp.'' 1.99D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[tremblant]].<br />'''Étymologie:''' [[τρόμος]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρομώδης -ες [τρόμος] trillend, bevend (van koortsen). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>[[zitternd]], [[erschrocken]]</i>, Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρομώδης:''' [[дрожащий]], [[трепещущий]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρομώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, | |lstext='''τρομώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, μετὰ τρόμου, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 759. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στεφάνου Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 99, 118, ἔκδ. Dietz. Osann. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[τρομώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τρόμος]]<br />αυτός που εμφανίζει [[ταχεία]] παλμική [[κίνηση]], [[τρεμουλιαστός]] (α. «[[τρομώδης]] [[φωνή]]» β. «τρομώδεες... χεῖρες», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρομώδες</i><br /><b>μουσ.</b> όρος που παλαιότερα ήταν σε [[χρήση]] ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την [[άσκηση]], στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι [[χωρίς]] [[καμιά]] [[διακοπή]] συνέχειας, αλλ. [[τρέμολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «τρομώδες [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[ταραχή]] τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει [[κυρίως]] τους αλκοολικούς<br />β) «[[τρομώδης]] [[παράλυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τη νόσο του Πάρκινσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομωδῶς</i> ΜΑ<br />με τρομώδη τρόπο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
τρομῶδες, trembling, quivering, τρομώδεις ἔθνῃσκον Str.15.2.6; σάρξ Plu.2.689c; of delirious persons, χεῖρες, γλῶσσαι, Hp.Acut.42, Prorrh.1.20; πυρετοί Id.Fract. 11. Adv. τρομωδῶς Gal.7.69, Steph. in Hp. 1.99D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
tremblant.
Étymologie: τρόμος, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρομώδης -ες [τρόμος] trillend, bevend (van koortsen).
German (Pape)
ες, zitternd, erschrocken, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τρομώδης: дрожащий, трепещущий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρομώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, μετὰ τρόμου, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 759. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στεφάνου Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 99, 118, ἔκδ. Dietz. Osann.
Greek Monolingual
-ες / τρομώδης, -ῶδες, ΝΑ τρόμος
αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῖρες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες
μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την άσκηση, στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι χωρίς καμιά διακοπή συνέχειας, αλλ. τρέμολο
2. φρ. α. «τρομώδες παραλήρημα»
ιατρ. διανοητική ταραχή τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει κυρίως τους αλκοολικούς
β) «τρομώδης παράλυση»
ιατρ. άλλη ονομασία για τη νόσο του Πάρκινσον.
επίρρ...
τρομωδῶς ΜΑ
με τρομώδη τρόπο.