ἐπιμιμνήσκομαι: Difference between revisions

(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epimimniskomai
|Transliteration C=epimimniskomai
|Beta Code=e)pimimnh/skomai
|Beta Code=e)pimimnh/skomai
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -μνήσομαι <span class="bibl">Hdt.1.5</span>, etc., rarely <b class="b3">-μνησθήσομαι</b> (<span class="bibl">Hdt.2.3</span>, <span class="bibl">D.19.276</span>): aor. -εμνήσθην <span class="bibl">Od.1.31</span>, <span class="bibl">Hdt.1.85</span>, etc., -εμνησάμην <span class="bibl">Il.17.103</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>623</span> (lyr.), etc.: pf. <b class="b3">ἐπιμέμνημαι</b>, late -μέμνησμαι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>791</span> (i A.D.):—<b class="b2">bethink oneself of, remember, think of</b>, c. gen., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων <span class="bibl">Il.15.662</span>; <b class="b3">κ' . . ἐπιμνησαίμεθα χάρμης</b> we would <b class="b2">think of</b> battle, <span class="bibl">17.103</span>; τοῦ ὅ γ' ἐπιμνησθείς <span class="bibl">Od.1.31</span>,<span class="bibl">4.189</span> (the only parts of the Verb used by Hom.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b2">make mention</b> <b class="b2">of</b>, <b class="b3">ἐπιμνησαίμεθα σεῖο</b> ib.<span class="bibl">191</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.1.5</span>,<span class="bibl">85</span>, A.<span class="title">Ch.</span>l.c., <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1400</span>, etc.; <b class="b3">οὗ δ' ἐπεμνήσθην</b> `but, by the way', <span class="bibl">Herod.5.53</span>, cf. <span class="bibl">6.42</span>; also ἐ. περί τινος <span class="bibl">Hdt.2.101</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.12</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>239c</span>, etc.: with neut. pron. in acc., τοσαῦτα ἐπιμνησθέντες <span class="bibl">Hdt.1.14</span>, cf. <span class="bibl">2.3</span>; with gen. and acc., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν <span class="bibl">Id.6.136</span>; also ἐ. ὅτι . . <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.8</span>; ἐ. περὶ γυναικῶν, ὡς . . <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>18c</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -μνήσομαι [[Herodotus|Hdt.]]1.5, etc., rarely -μνησθήσομαι ([[Herodotus|Hdt.]]2.3, D.19.276): aor. -εμνήσθην Od.1.31, [[Herodotus|Hdt.]]1.85, etc., -εμνησάμην Il.17.103, A.''Ch.''623 (lyr.), etc.: pf. [[ἐπιμέμνημαι]], late -μέμνησμαι ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''791 (i A.D.):—[[bethink oneself of]], [[remember]], [[think of]], c. gen., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων Il.15.662; <b class="b3">κ'.. ἐπιμνησαίμεθα χάρμης</b> we would [[think of]] battle, 17.103; τοῦ ὅ γ' ἐπιμνησθείς Od.1.31,4.189 (the only parts of the Verb used by Hom.).<br><span class="bld">2</span>. [[make mention]] of, <b class="b3">ἐπιμνησαίμεθα σεῖο</b> ib.191, cf. [[Herodotus|Hdt.]]1.5,85, A.''Ch.''l.c., S.''Ph.''1400, etc.; <b class="b3">οὗ δ' ἐπεμνήσθην</b> [[but, by the way]], Herod.5.53, cf. 6.42; also ἐ. περί τινος [[Herodotus|Hdt.]]2.101, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.12, Pl.''Mx.''239c, etc.: with neut. pron. in acc., τοσαῦτα ἐπιμνησθέντες [[Herodotus|Hdt.]]1.14, cf. 2.3; with [[genitive]] and acc., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν Id.6.136; also ἐ. ὅτι.. X.''HG''3.2.8; ἐ. περὶ γυναικῶν, ὡς.. Pl.''Ti.''18c.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμιμνήσκομαι:''' (fut. ἐπιμνήσομαι - ион. ἐπιμνησθήσομαι, aor. ἐπεμνήσθην и ἐπεμνησάμην, pf. ἐπιμέμνημαι)<br /><b class="num">1</b> [[вспоминать]] (τινος Her.);<br /><b class="num">2</b> [[приводить по памяти]], [[упоминать]] (τινος Hom., Aesch., Soph., Her., Thuc., Plat., περί τινος Her., Xen., Plat., Arst., Diod. и τι Her.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιμιμνήσκομαι''': (καὶ -ῄ-), Ἰων. [[ὡσαύτως]] ἐπιμνάομαι, -μνῶμαι: μέλλ. -μνήσομαι, σπανίως -μνησθήσομαι (Ἡρόδ. 2. 3, Δημ. 429. 28): ― ἀόρ. ἐπεμνήσθην, ἀλλὰ καὶ ἐπεμνησάμην (ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἐπιμέμνημαι: Παθ. Ἀναμιμνήσκομαι, [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, ἐνθυμοῦμαί τι, [[φέρω]] εἰς τὸν νοῦν μου, μετὰ γεν., ἐπὶ δὲ μνήσασθε [[ἕκαστος]] παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ [[κτήσιος]] ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 662· ἐπιμνησαίμεθα χάρμης, «μνησθείημεν τῆς μάχης» (Θ. Γαζῆς), Ρ. 103· τοῦ ὅγ’ ἐπιμνησθεὶς Ὀδ. Α. 31, Δ. 189· ([[ταῦτα]] [[εἶναι]] τὰ μόνα μέρη τοῦ ῥήματος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.). 2) ποιοῦμαι μνείαν τινός, ὅτ’ ἐπιμνησαίμεθα [[σεῖο]] Ὀδ. Δ. 191, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 5, 85, Αἰσχύλ. Χο. 623, Σοφ., κλ.· [[ὡσαύτως]], ἐπ. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 2. 101, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, κτλ.: ― μετ’ οὐδ. ἀντων. κατ’ αἰτ., τοσοῦτον ἐπιμνησθέντες Ἡρόδ. 1. 14, πρβλ. 2. 3· ἀλλ’ ἐν 6. 136, συντάσσει τὸ [[ῥῆμα]] μετὰ γενικῆς τε καὶ αἰτιατ., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν: ― [[ὡσαύτως]], ἐπιμ. ὅ.. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 8· ἐπ. περὶ γυναικῶν, ὡς… Πλάτ. Τίμ. 18C.
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. [[mid]]. opt., [[ἐπιμνησαίμεθα]], [[pass]]. [[part]]. [[ἐπιμνησθείς]]: [[call]] to [[mind]], [[remember]].
}}
{{grml
|mltxt=ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) [[μιμνᾑσκομαι]]<br />[[φέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]] («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]] [[κάτι]] [[παρεμπιπτόντως]]<br /><b>3.</b> [[υπενθυμίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμιμνήσκομαι:''' Ιων. επίσης -[[μνάομαι]], <i>-μνῶμαι</i>, μέλ. [[μνήσομαι]] ή <i>μνησθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεμνήσθην</i> ή <i>ἐπεμνησάμην</i>, παρακ. <i>ἐπιμέμνημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Παθ., [[σκέφτομαι]], [[θυμάμαι]] [[κάτι]], [[φέρνω]] στο νου μου κάποιον ή [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[μνεία]], [[αναφέρω]] κάποιον, <i>τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[περί]] τινος, στον ίδ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -[[μνάομαι]] -μνῶμαι; fut. -[[μνήσομαι]] or -μνησθήσομαι aor1 ἐπεμνήσθην or ἐπεμνησάμην perf. ἐπιμέμνημαι<br /><b class="num">1.</b> Pass.:— to bethink [[oneself]] of, to [[remember]], [[think]] of a [[person]] or [[thing]], c. gen., Hom.<br /><b class="num">2.</b> to make [[mention]] of, τινος Od., Hdt., etc.; [[περί]] τινος Hdt., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 4 September 2023

English (LSJ)

A fut. -μνήσομαι Hdt.1.5, etc., rarely -μνησθήσομαι (Hdt.2.3, D.19.276): aor. -εμνήσθην Od.1.31, Hdt.1.85, etc., -εμνησάμην Il.17.103, A.Ch.623 (lyr.), etc.: pf. ἐπιμέμνημαι, late -μέμνησμαι POxy.791 (i A.D.):—bethink oneself of, remember, think of, c. gen., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων Il.15.662; κ'.. ἐπιμνησαίμεθα χάρμης we would think of battle, 17.103; τοῦ ὅ γ' ἐπιμνησθείς Od.1.31,4.189 (the only parts of the Verb used by Hom.).
2. make mention of, ἐπιμνησαίμεθα σεῖο ib.191, cf. Hdt.1.5,85, A.Ch.l.c., S.Ph.1400, etc.; οὗ δ' ἐπεμνήσθην but, by the way, Herod.5.53, cf. 6.42; also ἐ. περί τινος Hdt.2.101, X.Cyr.1.6.12, Pl.Mx.239c, etc.: with neut. pron. in acc., τοσαῦτα ἐπιμνησθέντες Hdt.1.14, cf. 2.3; with genitive and acc., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν Id.6.136; also ἐ. ὅτι.. X.HG3.2.8; ἐ. περὶ γυναικῶν, ὡς.. Pl.Ti.18c.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμιμνήσκομαι: (fut. ἐπιμνήσομαι - ион. ἐπιμνησθήσομαι, aor. ἐπεμνήσθην и ἐπεμνησάμην, pf. ἐπιμέμνημαι)
1 вспоминать (τινος Her.);
2 приводить по памяти, упоминать (τινος Hom., Aesch., Soph., Her., Thuc., Plat., περί τινος Her., Xen., Plat., Arst., Diod. и τι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμιμνήσκομαι: (καὶ -ῄ-), Ἰων. ὡσαύτως ἐπιμνάομαι, -μνῶμαι: μέλλ. -μνήσομαι, σπανίως -μνησθήσομαι (Ἡρόδ. 2. 3, Δημ. 429. 28): ― ἀόρ. ἐπεμνήσθην, ἀλλὰ καὶ ἐπεμνησάμην (ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἐπιμέμνημαι: Παθ. Ἀναμιμνήσκομαι, σκέπτομαι περί τινος, ἐνθυμοῦμαί τι, φέρω εἰς τὸν νοῦν μου, μετὰ γεν., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 662· ἐπιμνησαίμεθα χάρμης, «μνησθείημεν τῆς μάχης» (Θ. Γαζῆς), Ρ. 103· τοῦ ὅγ’ ἐπιμνησθεὶς Ὀδ. Α. 31, Δ. 189· (ταῦτα εἶναι τὰ μόνα μέρη τοῦ ῥήματος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.). 2) ποιοῦμαι μνείαν τινός, ὅτ’ ἐπιμνησαίμεθα σεῖο Ὀδ. Δ. 191, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 5, 85, Αἰσχύλ. Χο. 623, Σοφ., κλ.· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Ἡρόδ. 2. 101, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, κτλ.: ― μετ’ οὐδ. ἀντων. κατ’ αἰτ., τοσοῦτον ἐπιμνησθέντες Ἡρόδ. 1. 14, πρβλ. 2. 3· ἀλλ’ ἐν 6. 136, συντάσσει τὸ ῥῆμα μετὰ γενικῆς τε καὶ αἰτιατ., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν: ― ὡσαύτως, ἐπιμ. ὅ.. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 8· ἐπ. περὶ γυναικῶν, ὡς… Πλάτ. Τίμ. 18C.

English (Autenrieth)

aor. mid. opt., ἐπιμνησαίμεθα, pass. part. ἐπιμνησθείς: call to mind, remember.

Greek Monolingual

ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) μιμνᾑσκομαι
φέρνω στη μνήμη μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μνημονεύω, αναφέρω («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», Ηρόδ.)
2. αναφέρω κάτι παρεμπιπτόντως
3. υπενθυμίζω.

Greek Monotonic

ἐπιμιμνήσκομαι: Ιων. επίσης -μνάομαι, -μνῶμαι, μέλ. μνήσομαι ή μνησθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπεμνήσθην ή ἐπεμνησάμην, παρακ. ἐπιμέμνημαι·
I. 1. Παθ., σκέφτομαι, θυμάμαι κάτι, φέρνω στο νου μου κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Όμηρ.
2. κάνω μνεία, αναφέρω κάποιον, τινος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· περί τινος, στον ίδ., Ξεν.

Middle Liddell

ionic -μνάομαι -μνῶμαι; fut. -μνήσομαι or -μνησθήσομαι aor1 ἐπεμνήσθην or ἐπεμνησάμην perf. ἐπιμέμνημαι
1. Pass.:— to bethink oneself of, to remember, think of a person or thing, c. gen., Hom.
2. to make mention of, τινος Od., Hdt., etc.; περί τινος Hdt., Xen.