μεναίχμης: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=menaichmis | |Transliteration C=menaichmis | ||
|Beta Code=menai/xmhs | |Beta Code=menai/xmhs | ||
|Definition= | |Definition=μεναίχμου, Dor. [[μεναίχμας]], α, ὁ, [[staunch soldier]], Anacr.70(dub.): as adjective, χειρὶ μεναίχμᾳ ''AP''6.84 (Paul. Sil.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />[[à la lance ferme]], [[inébranlable]].<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[αἰχμή]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>den [[Kampf]] [[bestehend]], im Kampfe [[ausharrend]]</i>. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεναίχμης:''' дор. [[μεναίχμας]], ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою ([[χείρ]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεναίχμης''': -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = [[μενεπτόλεμος]], μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ [[εἶναι]] τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος. | |lstext='''μεναίχμης''': -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = [[μενεπτόλεμος]], μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ [[εἶναι]] τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεναίχμης]], δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αντέχει στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο [[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αίχμης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αιχμή]]), [[πρβλ]]. [[καρτεραίχμης]], [[φυγαίχμης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεναίχμης:''' -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ ([[αἰχμή]]), αυτός που αντέχει το [[δόρυ]], που είναι [[καρτερικός]] στη [[μάχη]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεν-αίχμης, ου, [[αἰχμή]]<br />[[abiding]] the [[spear]], [[staunch]] in [[battle]], Anth. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[καρτερικός]]). Ἀπό τό [[μένος]] + [[αἰχμή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
μεναίχμου, Dor. μεναίχμας, α, ὁ, staunch soldier, Anacr.70(dub.): as adjective, χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
à la lance ferme, inébranlable.
Étymologie: μένω, αἰχμή.
German (Pape)
den Kampf bestehend, im Kampfe ausharrend.
Russian (Dvoretsky)
μεναίχμης: дор. μεναίχμας, ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою (χείρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = μενεπτόλεμος, μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ εἶναι τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.
Greek Monolingual
μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)
1. αυτός που αντέχει στη μάχη
2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτεραίχμης, φυγαίχμης].
Greek Monotonic
μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ (αἰχμή), αυτός που αντέχει το δόρυ, που είναι καρτερικός στη μάχη, σε Ανθ.
Middle Liddell
μεν-αίχμης, ου, αἰχμή
abiding the spear, staunch in battle, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=καρτερικός). Ἀπό τό μένος + αἰχμή.