ἔγκαυμα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
(6_21)
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkavma
|Transliteration C=egkavma
|Beta Code=e)/gkauma
|Beta Code=e)/gkauma
|Definition=ατος, τό, (ἐγκαίω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mark burnt in, sore from burning</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>13.2</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">encaustic picture</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>26c</span>, <span class="title">JHS</span>41.195 (Delos, ii B. C.), <span class="bibl">Dicaearch.1.8</span>, Plu.2.759c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">ulcer in the eye</b>, <span class="bibl">Aët.7.27</span>.</span>
|Definition=ἐγκαύματος, τό, ([[ἐγκαίω]])<br><span class="bld">A</span> [[mark burnt in]], [[sore from burning]], Luc.''DDeor.''13.2, al.<br><span class="bld">II</span> [[encaustic picture]], Pl.''Ti.''26c, ''JHS''41.195 (Delos, ii B. C.), Dicaearch.1.8, Plu.2.759c.<br><span class="bld">III</span> [[ulcer in the eye]], Aët.7.27.
}}
{{DGE
|dgtxt=ἐγκαύματος, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[pintura encáustica]], [[pintura al encausto]] οἷον ἐγκαύματα ἀνεκπλύτου γραφῆς ἔμμονά μοι γέγονεν se me quedó grabado como pinturas al encausto de dibujo indeleble</i> Pl.<i>Ti</i>.26c, cf. <i>ID</i> 1417A.1.20, 1426A.1.23 (ambas II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[quemadura]], [[herida]] σου τὰ ἐγκαύματα ἰασάμην Asclepio a Heracles, Luc.<i>DDeor</i>.15.2, cf. <i>DMar</i>.10.2.<br /><b class="num">3</b> [[marca realizada con fuego]], [[marca de hierro candente]] ἐν τῷ μηρῷ εἶχεν ἔ. βοὸς φαίνοντα κεφαλήν Ps.Callisth.1.15B, cf. Ael.Dion.τ 26<br /><b class="num">•</b>fig. en el alma οἷον ἔ. τῆς ψυχῆς τῶν μαθημάτων ἕκαστον cada una de las cosas que aprenden es como una marca impresa en el alma a fuego</i> Plu.<i>Cat.Mi</i>.1, cf. Luc.<i>Cat</i>.24, ἐγκαύματα ταῖς καρδίαις ἑαυτῶν ἐγχαράσσουσι Gr.Nyss.<i>Virg</i>.282.17.<br /><b class="num">II</b> [[combustible]] para un baño público <i>PHels</i>.12.12, 21 (II a.C.), σύνοψις τῶν ἐγκαυμά(των) τοῦ δημοσί(ου) ... λουτρ(οῦ) <i>POxy</i>.2040.1 (VI/VII d.C.), cf. 2206.9 (VI d.C.), τὴν πίσσαν καὶ τὰ ἐγκαύματα <i>PYale</i> inv.1804.23ue.5 (biz.) en <i>Tyche</i> 11.1996.101.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0707.png Seite 707]] τό, das Eingebrannte, Brandmal; Plat. Tim. 26 c u. Sp.; Brandwunden, Luc. D. D. 13, 2. Bei Poll. 7, 109 = Zunder. – Bes. = in Wachsfarben eingebranntes Gemälde; εἰκόνες οἷον ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι διὰ [[πυρός]] Plut. Amator. 16 p. 32; vgl. Plin. H. N. 35, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0707.png Seite 707]] τό, das Eingebrannte, Brandmal; Plat. Tim. 26 c u. Sp.; Brandwunden, Luc. D. D. 13, 2. Bei Poll. 7, 109 = Zunder. – Bes. = in Wachsfarben eingebranntes Gemälde; εἰκόνες οἷον ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι διὰ [[πυρός]] Plut. Amator. 16 p. 32; vgl. Plin. H. N. 35, 40.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[brûlure]] ; plaie produite par une brûlure;<br /><b>2</b> [[peinture à l'encaustique]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκαίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγκαυμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[выжженный знак]] (ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[ожог]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔγκαυμα''': τό, ([[ἐγκαίω]]) [[σημεῖον]] γινόμενον δι’ ἐγκαύματος, [[στίγμα]], Πλάτ. Τίμ. 26C· [[ἕλκος]] ἐκ καύματος, Λουκ. Θ. Διάλ. 13. 2. ΙΙ. εἰκὼν κατεσκευασμένη δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. [[ἐγκαίω]]), Δικαίαρχ. ἐν Creuzer Mel. 3. σ. 186, Πλούτ. 2. 759C. ΙΙΙ. [[ἔναυσμα]], προσάναμμα, ξύλα πρὸς καῦσιν, Σοφ. Ἀποσπ. 218.
|lstext='''ἔγκαυμα''': τό, ([[ἐγκαίω]]) [[σημεῖον]] γινόμενον δι’ ἐγκαύματος, [[στίγμα]], Πλάτ. Τίμ. 26C· [[ἕλκος]] ἐκ καύματος, Λουκ. Θ. Διάλ. 13. 2. ΙΙ. εἰκὼν κατεσκευασμένη δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. [[ἐγκαίω]]), Δικαίαρχ. ἐν Creuzer Mel. 3. σ. 186, Πλούτ. 2. 759C. ΙΙΙ. [[ἔναυσμα]], προσάναμμα, ξύλα πρὸς καῦσιν, Σοφ. Ἀποσπ. 218.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔγκαυμα]])<br />[[κάκωση]] του δέρματος από άμεση [[επενέργεια]] υψηλής θερμοκρασίας ή χημικών ουσιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωγραφιά]] με [[έγκαυση]]<br /><b>2.</b> [[κάκωση]] του ματιού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔγκαυμα:''' -ατος, τό ([[ἐγκαίω]]), [[σημάδι]] από [[κάψιμο]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔγκαυμα]], ατος, τό, [[ἐγκαίω]]<br />a [[sore]] from [[burning]], Luc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[brand]], [[mark burnt in]]
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 30 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκαυμα Medium diacritics: ἔγκαυμα Low diacritics: έγκαυμα Capitals: ΕΓΚΑΥΜΑ
Transliteration A: énkauma Transliteration B: enkauma Transliteration C: egkavma Beta Code: e)/gkauma

English (LSJ)

ἐγκαύματος, τό, (ἐγκαίω)
A mark burnt in, sore from burning, Luc.DDeor.13.2, al.
II encaustic picture, Pl.Ti.26c, JHS41.195 (Delos, ii B. C.), Dicaearch.1.8, Plu.2.759c.
III ulcer in the eye, Aët.7.27.

Spanish (DGE)

ἐγκαύματος, τό
I 1pintura encáustica, pintura al encausto οἷον ἐγκαύματα ἀνεκπλύτου γραφῆς ἔμμονά μοι γέγονεν se me quedó grabado como pinturas al encausto de dibujo indeleble Pl.Ti.26c, cf. ID 1417A.1.20, 1426A.1.23 (ambas II a.C.).
2 quemadura, herida σου τὰ ἐγκαύματα ἰασάμην Asclepio a Heracles, Luc.DDeor.15.2, cf. DMar.10.2.
3 marca realizada con fuego, marca de hierro candente ἐν τῷ μηρῷ εἶχεν ἔ. βοὸς φαίνοντα κεφαλήν Ps.Callisth.1.15B, cf. Ael.Dion.τ 26
fig. en el alma οἷον ἔ. τῆς ψυχῆς τῶν μαθημάτων ἕκαστον cada una de las cosas que aprenden es como una marca impresa en el alma a fuego Plu.Cat.Mi.1, cf. Luc.Cat.24, ἐγκαύματα ταῖς καρδίαις ἑαυτῶν ἐγχαράσσουσι Gr.Nyss.Virg.282.17.
II combustible para un baño público PHels.12.12, 21 (II a.C.), σύνοψις τῶν ἐγκαυμά(των) τοῦ δημοσί(ου) ... λουτρ(οῦ) POxy.2040.1 (VI/VII d.C.), cf. 2206.9 (VI d.C.), τὴν πίσσαν καὶ τὰ ἐγκαύματα PYale inv.1804.23ue.5 (biz.) en Tyche 11.1996.101.

German (Pape)

[Seite 707] τό, das Eingebrannte, Brandmal; Plat. Tim. 26 c u. Sp.; Brandwunden, Luc. D. D. 13, 2. Bei Poll. 7, 109 = Zunder. – Bes. = in Wachsfarben eingebranntes Gemälde; εἰκόνες οἷον ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι διὰ πυρός Plut. Amator. 16 p. 32; vgl. Plin. H. N. 35, 40.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 brûlure ; plaie produite par une brûlure;
2 peinture à l'encaustique.
Étymologie: ἐγκαίω.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκαυμα: ατος τό
1 выжженный знак (ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.);
2 ожог Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκαυμα: τό, (ἐγκαίω) σημεῖον γινόμενον δι’ ἐγκαύματος, στίγμα, Πλάτ. Τίμ. 26C· ἕλκος ἐκ καύματος, Λουκ. Θ. Διάλ. 13. 2. ΙΙ. εἰκὼν κατεσκευασμένη δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. ἐγκαίω), Δικαίαρχ. ἐν Creuzer Mel. 3. σ. 186, Πλούτ. 2. 759C. ΙΙΙ. ἔναυσμα, προσάναμμα, ξύλα πρὸς καῦσιν, Σοφ. Ἀποσπ. 218.

Greek Monolingual

το (AM ἔγκαυμα)
κάκωση του δέρματος από άμεση επενέργεια υψηλής θερμοκρασίας ή χημικών ουσιών
αρχ.
1. ζωγραφιά με έγκαυση
2. κάκωση του ματιού.

Greek Monotonic

ἔγκαυμα: -ατος, τό (ἐγκαίω), σημάδι από κάψιμο, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἔγκαυμα, ατος, τό, ἐγκαίω
a sore from burning, Luc.

English (Woodhouse)

brand, mark burnt in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)