στερρότης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sterrotis
|Transliteration C=sterrotis
|Beta Code=sterro/ths
|Beta Code=sterro/ths
|Definition=ητος, ἡ, (<b class="b3">στερρός</b> (A)) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hardness, firmness</b>, <b class="b3">τοῦ πάγου</b>, of ice that will bear, Plu.2.969a; [<b class="b3">τῶν ἀτόμων</b>] <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>282</span>: metaph., <b class="b2">firmness</b>, <span class="bibl">Ph.1.276</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (<b class="b3">στερρός</b> (B)) <b class="b2">barrenness</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>773b27</span>.</span>
|Definition=-ητος, ἡ, ([[στερρός]] (A))<br><span class="bld">A</span> [[hardness]], [[firmness]], <b class="b3">τοῦ πάγου</b>, of [[ice]] that will [[bear]], Plu.2.969a; [<b class="b3">τῶν ἀτόμων</b>] Epicur.''Fr.''282: metaph., [[firmness]], Ph.1.276.<br><span class="bld">II</span> ([[στερρός]] (B)) [[barrenness]], Arist.''GA''773b27.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[solidité]], [[fermeté]].<br />'''Étymologie:''' [[στερρός]].
}}
{{pape
|ptext=ητος, ἡ, = [[στερεότης]], <i>[[Härte]], [[Festigkeit]]</i>; Arist. <i>gen.an</i>. 4.5; Plut.
}}
{{elru
|elrutext='''στερρότης:''' ητος ἡ [[твердость]], [[плотность]], [[крепость]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στερρότης''': -ητος, ἡ, [[σκληρότης]], [[σταθερότης]], ἡ στ. τοῦ πάγου, τὸ δύσκαμπτον [[αὐτοῦ]] ὅτε δύναται νὰ βαστάσῃ βάρος, Πλούτ. 2. 969Α, κτλ. ΙΙ. τὸ στερεόν, ἡ [[στερεότης]], ἀντίθετον τῷ [[ὑγρότης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 6. ΙΙΙ. ἡ σὴ στ., ὡς [[προσωνυμία]] τιμητική, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1.
|lstext='''στερρότης''': -ητος, ἡ, [[σκληρότης]], [[σταθερότης]], ἡ στ. τοῦ πάγου, τὸ δύσκαμπτον [[αὐτοῦ]] ὅτε δύναται νὰ βαστάσῃ βάρος, Πλούτ. 2. 969Α, κτλ. ΙΙ. τὸ στερεόν, ἡ [[στερεότης]], ἀντίθετον τῷ [[ὑγρότης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 6. ΙΙΙ. ἡ σὴ στ., ὡς [[προσωνυμία]] τιμητική, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ητος, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[στερεότητα]].<br /> <b>(II)</b><br />-ητος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στειρότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρότης Medium diacritics: στερρότης Low diacritics: στερρότης Capitals: ΣΤΕΡΡΟΤΗΣ
Transliteration A: sterrótēs Transliteration B: sterrotēs Transliteration C: sterrotis Beta Code: sterro/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, (στερρός (A))
A hardness, firmness, τοῦ πάγου, of ice that will bear, Plu.2.969a; [τῶν ἀτόμων] Epicur.Fr.282: metaph., firmness, Ph.1.276.
II (στερρός (B)) barrenness, Arist.GA773b27.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
solidité, fermeté.
Étymologie: στερρός.

German (Pape)

ητος, ἡ, = στερεότης, Härte, Festigkeit; Arist. gen.an. 4.5; Plut.

Russian (Dvoretsky)

στερρότης: ητος ἡ твердость, плотность, крепость Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στερρότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, σταθερότης, ἡ στ. τοῦ πάγου, τὸ δύσκαμπτον αὐτοῦ ὅτε δύναται νὰ βαστάσῃ βάρος, Πλούτ. 2. 969Α, κτλ. ΙΙ. τὸ στερεόν, ἡ στερεότης, ἀντίθετον τῷ ὑγρότης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 6. ΙΙΙ. ἡ σὴ στ., ὡς προσωνυμία τιμητική, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1.

Greek Monolingual

(I)
-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. στερεότητα.
(II)
-ητος, ἡ, Α
βλ. στειρότητα.