ἐπεξεργασία: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epeksergasia | |Transliteration C=epeksergasia | ||
|Beta Code=e)pecergasi/a | |Beta Code=e)pecergasi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[investigation]], Ptol.''Tetr.''117; [[elaboration]], Eustr.''in EN''135.16, Sch.Il.11.226; [[carrying into effect]] of a law, Just. ''Nov.''99''Pr.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0916.png Seite 916]] ἡ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0916.png Seite 916]] ἡ, Überarbeitung, Vollendung; Schol. Il. 11, 126; Schol. Ar. Nubb. 136. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεξεργασία''': ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226. | |lstext='''ἐπεξεργασία''': ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπεξεργασία]]) [[επεξεργάζομαι]]<br />προσεκτική και [[λεπτομερής]] [[διόρθωση]] και [[συμπλήρωση]] έργου για να δοθεί η τελική του [[μορφή]] («[[επεξεργασία]] συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχήμα]] εκφράσεως [[κατά]] το οποίο μια [[ιδέα]] αναλύεται με πολλές λέξεις ή φράσεις συνώνυμες για να καταστεί σαφέστερη<br /><b>μσν.</b><br />η [[εφαρμογή]] του νόμου<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξέταση]], [[έρευνα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, investigation, Ptol.Tetr.117; elaboration, Eustr.in EN135.16, Sch.Il.11.226; carrying into effect of a law, Just. Nov.99Pr.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, Überarbeitung, Vollendung; Schol. Il. 11, 126; Schol. Ar. Nubb. 136.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεξεργασία: ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.
Greek Monolingual
η (AM ἐπεξεργασία) επεξεργάζομαι
προσεκτική και λεπτομερής διόρθωση και συμπλήρωση έργου για να δοθεί η τελική του μορφή («επεξεργασία συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» κ.λπ.)
νεοελλ.
σχήμα εκφράσεως κατά το οποίο μια ιδέα αναλύεται με πολλές λέξεις ή φράσεις συνώνυμες για να καταστεί σαφέστερη
μσν.
η εφαρμογή του νόμου
αρχ.
εξέταση, έρευνα.