φιλήκοος: Difference between revisions
(6_15) |
mNo edit summary |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filikoos | |Transliteration C=filikoos | ||
|Beta Code=filh/koos | |Beta Code=filh/koos | ||
|Definition= | |Definition=φιλήκοον, ([[ἀκοή]]) [[fond of hearing]], [[fond of listening]], [[eager to hear]] ([[conversation]], [[discourses]], etc.), φιλήκοος καὶ [[ζητητικός]] [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 535d; [[φιλόμουσος]] καὶ φιλήκοος ib.548e; <b class="b3">οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φιλήκοοι</b> ib.475d; ἀνὴρ φιλήκοος καὶ [[ἱστορικός]] Plu.''Alc.''10:—[[τὸ φιλήκοον]] = [[φιληκοΐα]] (desire to [[listen]]), Id.2.704e: but also, [[fond of hearing]] for mere pastime, opp. <b class="b3">οἱ φιλομαθοῦντες</b>, Plb.7.7.8. Adv. [[φιληκόως]] = with a [[desire]] to [[hear]], ἔχειν Hld.5.16, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1277.png Seite 1277]] das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ [[φιλόμουσος]] Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1277.png Seite 1277]] das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ [[φιλόμουσος]] Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> [[qui écoute avec plaisir]] <i>ou</i> attentivement, avide d'écouter ; τὸ φιλήκοον PLUT <i>c.</i> [[φιληκοΐα]];<br /><b>2</b> [[disposé à écouter]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀκούω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλήκοος:''' [[любящий слушать]], [[внимательно слушающий]] Plat., Polyb., Plut., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλήκοος''': ον (ἀκοὴ) ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀκούῃ συνδιαλέξεις, λόγους, συζητήσεις, ὁμιλίας, φ. καὶ ζητητικὸς Πλάτ. Πολ. 535D· [[φιλόμουσος]] καὶ φ. [[αὐτόθι]] 548Ε· [[φιλοθεάμων]] καὶ φ. [[αὐτόθι]] 475D· ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀκούῃ [[ἁπλῶς]] [[ὅπως]] κατατρίβῃ τὸν χρόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ φιλομαθῶν, Πολύβ. 7. 7, 8· ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικὸς Πλουτ. Ἀλκ. 10. ― τό φιλήκοον, = ἡ [[φιληκοΐα]], ὁ αὐτ. 2. 704F. Ἐπίρρ. φιληκόως, φιληκόως ἔχεις Ἡλιόδ. σ. 5. 16 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276. | |lstext='''φῐλήκοος''': ον (ἀκοὴ) ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀκούῃ συνδιαλέξεις, λόγους, συζητήσεις, ὁμιλίας, φ. καὶ ζητητικὸς Πλάτ. Πολ. 535D· [[φιλόμουσος]] καὶ φ. [[αὐτόθι]] 548Ε· [[φιλοθεάμων]] καὶ φ. [[αὐτόθι]] 475D· ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀκούῃ [[ἁπλῶς]] [[ὅπως]] κατατρίβῃ τὸν χρόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ φιλομαθῶν, Πολύβ. 7. 7, 8· ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικὸς Πλουτ. Ἀλκ. 10. ― τό φιλήκοον, = ἡ [[φιληκοΐα]], ὁ αὐτ. 2. 704F. Ἐπίρρ. [[φιληκόως]], φιληκόως ἔχεις Ἡλιόδ. σ. 5. 16 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλήκοος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που του αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, [[μηδὲ]] [[φιλήκοος]] [[μηδέ]] [[ζητητικός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει [[απλώς]] να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον φιλομαθή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλήκοον</i><br />η [[φιληκοΐα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιληκόως</i> Α<br />με [[φιληκοΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ακοή]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαρυ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλήκοος:''' -ον ([[ἀκοή]]), αυτός που αρέσκεται στο να ακούει συζητήσεις, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[eager to hear]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:46, 20 March 2024
English (LSJ)
φιλήκοον, (ἀκοή) fond of hearing, fond of listening, eager to hear (conversation, discourses, etc.), φιλήκοος καὶ ζητητικός Pl.R. 535d; φιλόμουσος καὶ φιλήκοος ib.548e; οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φιλήκοοι ib.475d; ἀνὴρ φιλήκοος καὶ ἱστορικός Plu.Alc.10:—τὸ φιλήκοον = φιληκοΐα (desire to listen), Id.2.704e: but also, fond of hearing for mere pastime, opp. οἱ φιλομαθοῦντες, Plb.7.7.8. Adv. φιληκόως = with a desire to hear, ἔχειν Hld.5.16, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.
German (Pape)
[Seite 1277] das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ φιλόμουσος Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui écoute avec plaisir ou attentivement, avide d'écouter ; τὸ φιλήκοον PLUT c. φιληκοΐα;
2 disposé à écouter.
Étymologie: φίλος, ἀκούω.
Russian (Dvoretsky)
φιλήκοος: любящий слушать, внимательно слушающий Plat., Polyb., Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήκοος: ον (ἀκοὴ) ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀκούῃ συνδιαλέξεις, λόγους, συζητήσεις, ὁμιλίας, φ. καὶ ζητητικὸς Πλάτ. Πολ. 535D· φιλόμουσος καὶ φ. αὐτόθι 548Ε· φιλοθεάμων καὶ φ. αὐτόθι 475D· ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀκούῃ ἁπλῶς ὅπως κατατρίβῃ τὸν χρόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ φιλομαθῶν, Πολύβ. 7. 7, 8· ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικὸς Πλουτ. Ἀλκ. 10. ― τό φιλήκοον, = ἡ φιληκοΐα, ὁ αὐτ. 2. 704F. Ἐπίρρ. φιληκόως, φιληκόως ἔχεις Ἡλιόδ. σ. 5. 16 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλήκοος, -ον, ΝΜ
αυτός που του αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που του αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήκοον
η φιληκοΐα.
επίρρ...
φιληκόως Α
με φιληκοΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήκοος (< ακοή), πρβλ. βαρυ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φῐλήκοος: -ον (ἀκοή), αυτός που αρέσκεται στο να ακούει συζητήσεις, σε Πλάτ.