σύμπηκτος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympiktos | |Transliteration C=sympiktos | ||
|Beta Code=su/mphktos | |Beta Code=su/mphktos | ||
|Definition= | |Definition=σύμπηκτον,<br><span class="bld">A</span> [[put together]], [[constructed]], [[framed]], οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων [[Herodotus|Hdt.]]4.190; <b class="b3">πλαίσια ξ.</b> [[compact]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ξύμπτυκτα]] in Ar.''Ra.'' 800.<br><span class="bld">2</span> [[curdled]], σ. γάλα Philox.2.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; [[γάλα]], geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; [[γάλα]], geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />solidement assemblé, solidement construit ; compact.<br />'''Étymologie:''' [[συμπήγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] [[in elkaar gezet]], [[gebouwd]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμπηκτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[сколоченный]], [[сложенный]], [[построенный]] (ἔκ τινος Her.);<br /><b class="num">2</b> [[плотный]], [[твердый]] (πλαίσια Arph. - [[varia lectio|v.l.]] ξύμπτυκτος). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σύμπηκτος]], -ον, ΝΑ [[συμπήγνυμι]]<br />[[πηχτός]], πηγμένος («[[γάλα]] σύμπηκτον», Φιλόξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον [[συγκροτημένος]], [[μαζί]] κατασκευασμένος<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[συμπαγής]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύμπηκτος:''' -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, [[συμπαγής]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπηκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) [[εἶναι]] διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον [[γάλα]], πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37. | |lstext='''σύμπηκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) [[εἶναι]] διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον [[γάλα]], πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σύμ-πηκτος, ον,<br />put [[together]], constructed, framed, Hdt., Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
σύμπηκτον,
A put together, constructed, framed, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; πλαίσια ξ. compact, f.l. for ξύμπτυκτα in Ar.Ra. 800.
2 curdled, σ. γάλα Philox.2.36.
German (Pape)
[Seite 987] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; γάλα, geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
solidement assemblé, solidement construit ; compact.
Étymologie: συμπήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] in elkaar gezet, gebouwd.
Russian (Dvoretsky)
σύμπηκτος:
1 сколоченный, сложенный, построенный (ἔκ τινος Her.);
2 плотный, твердый (πλαίσια Arph. - v.l. ξύμπτυκτος).
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμπηκτος, -ον, ΝΑ συμπήγνυμι
πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.)
αρχ.
1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος
2. στερεός, συμπαγής.
Greek Monotonic
σύμπηκτος: -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, συμπαγής, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπηκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) εἶναι διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον γάλα, πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.
Middle Liddell
σύμ-πηκτος, ον,
put together, constructed, framed, Hdt., Ar.