ἱεροψάλτης: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ieropsaltis | |Transliteration C=ieropsaltis | ||
|Beta Code=i(eroya/lths | |Beta Code=i(eroya/lths | ||
|Definition= | |Definition=ἱεροψάλτου, ὁ, [[singer in the temple]], [[LXX]] ''1 Es.''1.15, al., ''OGI''737.16 (Egypt, ii B.C.), Antioch. ap. J.''AJ''12.3.3. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροψάλτης''': -ου, ὁ, ὁ ἱερὸς [[ψαλμῳδός]], [[ἱεροψάλτης]] Δαβίδ Βασίλ. τόμ. 2. σ. 72, Ἰώσηπος ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 3, 3. 2) ὁ ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Χριστ. ψάλλων, ὁ [[ἱεροψάλτης]] μοναχὸς Εὐσταθ. Πονημάτ. 323, 94. | |lstext='''ἱεροψάλτης''': -ου, ὁ, ὁ ἱερὸς [[ψαλμῳδός]], [[ἱεροψάλτης]] Δαβίδ Βασίλ. τόμ. 2. σ. 72, Ἰώσηπος ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 3, 3. 2) ὁ ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Χριστ. ψάλλων, ὁ [[ἱεροψάλτης]] μοναχὸς Εὐσταθ. Πονημάτ. 323, 94. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱεροψάλτης]])<br />αυτός που ψάλλει τους ιερούς ύμνους στον ναό, ο [[ψάλτης]] της εκκλησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ιερός]] [[ψαλμωδός]] («[[ἱεροψάλτης]] Δαβίδ», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br />εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] που καθιερώθηκε από τον 4ο μ. Χ. αιώνα και δινόταν με [[χειροθεσία]] σε ορισμένους χριστιανούς οι οποίοι έψαλλαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους σε όλες τις ιερές ακολουθίες. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der heilige [[Sänger]]</i>, Jos., K.S. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἱεροψάλτου, ὁ, singer in the temple, LXX 1 Es.1.15, al., OGI737.16 (Egypt, ii B.C.), Antioch. ap. J.AJ12.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροψάλτης: -ου, ὁ, ὁ ἱερὸς ψαλμῳδός, ἱεροψάλτης Δαβίδ Βασίλ. τόμ. 2. σ. 72, Ἰώσηπος ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 3, 3. 2) ὁ ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Χριστ. ψάλλων, ὁ ἱεροψάλτης μοναχὸς Εὐσταθ. Πονημάτ. 323, 94.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱεροψάλτης)
αυτός που ψάλλει τους ιερούς ύμνους στον ναό, ο ψάλτης της εκκλησίας
μσν.-αρχ.
ο ιερός ψαλμωδός («ἱεροψάλτης Δαβίδ», Βασ.)
αρχ.
εκκλησιαστικό αξίωμα που καθιερώθηκε από τον 4ο μ. Χ. αιώνα και δινόταν με χειροθεσία σε ορισμένους χριστιανούς οι οποίοι έψαλλαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους σε όλες τις ιερές ακολουθίες.
German (Pape)
ὁ, der heilige Sänger, Jos., K.S.