Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δέσμα: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=desma
|Transliteration C=desma
|Beta Code=de/sma
|Beta Code=de/sma
|Definition=ατος, τό, (<b class="b3">δέω</b> A) poet. for <b class="b3">δεσμός</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bond, fetter</b>, σιδήρεα δέσματ' <span class="bibl">Od.1.204</span>, cf. <span class="bibl">8.278</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">head-band</b>, ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα <span class="bibl">Il. 22.468</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[δέω]] A) ''poet.'' for [[δεσμός]],<br><span class="bld">A</span> [[bond]], [[fetter]], σιδήρεα δέσματ' Od.1.204, cf. 8.278.<br><span class="bld">II</span> [[head-band]], ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα Il. 22.468.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lazo]], [[atadura]] σιδήρεα δέσματα <i>Od</i>.1.204, cf. 8.278.<br /><b class="num">2</b> [[lazo]], [[cinta]] para el pelo ἀπὸ κρατὸς [[βάλε]] δέσματα σιγαλόεντα <i>Il</i>.22.468.<br /><b class="num">3</b> [[haz]] χόρτου <i>Stud.Pal</i>.20.85ue.1.27 (imper.) en <i>BL</i> 8.467.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0550.png Seite 550]] τό, <b class="b2">Band, Binde</b>, von δέω »binden«, vgl. [[δεσμός]]; bei Homer dreimal, in der Form δέσματα: Odyss. 1, 204 οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἐχῃσιν, <b class="b2">Fesseln</b>, Bande, δέσματα Subject; Odyss. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ [[ἁπάντῃ]], Fesseln, vgl. vs. 274 δεσμούς, vs. 296 δεσμοί, vs. 317 [[δεσμός]], vs. 336 δεσμοῖς, vs. 340 δεσμοί, vs. 353 δεσμόν, vs. 359 δεσμόν, vs. 360 δεσμοῖο; Iliad. 22, 468 δέσματα <b class="b2">Kopfputz</b>, Kopfbinden der Andromache, [[τῆλε]] δ' ἀπὸ κρατὸς [[βάλε]] δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ', ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη [[Ἀφροδίτη]], vgl. Scheil. Didym. und Aristonic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0550.png Seite 550]] τό, [[Band]], [[Binde]], von δέω »binden«, vgl. [[δεσμός]]; bei Homer dreimal, in der Form δέσματα: Odyss. 1, 204 οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἐχῃσιν, [[Fesseln]], Bande, δέσματα Subject; Odyss. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ [[ἁπάντῃ]], Fesseln, vgl. vs. 274 δεσμούς, vs. 296 δεσμοί, vs. 317 [[δεσμός]], vs. 336 δεσμοῖς, vs. 340 δεσμοί, vs. 353 δεσμόν, vs. 359 δεσμόν, vs. 360 δεσμοῖο; Iliad. 22, 468 δέσματα [[Kopfputz]], Kopfbinden der Andromache, [[τῆλε]] δ' ἀπὸ κρατὸς [[βάλε]] δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ', ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη [[Ἀφροδίτη]], vgl. Scheil. Didym. und Aristonic.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[lien]];<br /><b>2</b> [[bandeau pour une chevelure de femme]].<br />'''Étymologie:''' [[δέω]]¹.
}}
{{elnl
|elnltext=δέσμα -ατος, τό [δέω] boei, keten. band:. ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα zij wierp haar glanzende haarbanden van haar hoofd Il. 22.468.
}}
{{Autenrieth
|auten=ατος (δέ Od. 24.2): only pl., bonds; of a [[woman]]'s [[head]]-[[band]], Il. 22.468. (See [[cut]] No. 8).
}}
{{grml
|mltxt=[[δέσμα]], το (Α) [[δω]]<br />(συνήθ. πληθ.) <i>δέσματα</i><br />α) τα [[δεσμά]]<br />β) οι κεφαλόδεσμοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέσμα:''' -ατος, τό ([[δέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[δεσμός]], [[δεσμά]], αλυσίδες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> το [[διάδημα]] του κεφαλιού, [[ταινία]] που δένεται στο [[κεφάλι]], [[κεφαλόδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δέσμα''': τό, (δέω) ποιητ. ἀντὶ [[δεσμός]], δεσμά, σιδήρεα δέσματ’ Ὀδ. Α. 204, πρβλ. Θ. 278. ΙΙ. [[ταινία]] πρὸς δέσιν τῆς κεφαλῆς, ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα Ἰλ. Χ. 468· πρβλ. [[ἀναδέσμη]], [[ἀνάδημα]].
|lstext='''δέσμα''': τό, (δέω) ποιητ. ἀντὶ [[δεσμός]], δεσμά, σιδήρεα δέσματ’ Ὀδ. Α. 204, πρβλ. Θ. 278. ΙΙ. [[ταινία]] πρὸς δέσιν τῆς κεφαλῆς, ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα Ἰλ. Χ. 468· πρβλ. [[ἀναδέσμη]], [[ἀνάδημα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[δέω]<br /><b class="num">I.</b> poet. for [[δεσμός]], a [[bond]], [[fetter]], Od.<br /><b class="num">II.</b> a [[head]]-[[band]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέσμα Medium diacritics: δέσμα Low diacritics: δέσμα Capitals: ΔΕΣΜΑ
Transliteration A: désma Transliteration B: desma Transliteration C: desma Beta Code: de/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, (δέω A) poet. for δεσμός,
A bond, fetter, σιδήρεα δέσματ' Od.1.204, cf. 8.278.
II head-band, ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα Il. 22.468.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 lazo, atadura σιδήρεα δέσματα Od.1.204, cf. 8.278.
2 lazo, cinta para el pelo ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα Il.22.468.
3 haz χόρτου Stud.Pal.20.85ue.1.27 (imper.) en BL 8.467.

German (Pape)

[Seite 550] τό, Band, Binde, von δέω »binden«, vgl. δεσμός; bei Homer dreimal, in der Form δέσματα: Odyss. 1, 204 οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἐχῃσιν, Fesseln, Bande, δέσματα Subject; Odyss. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ, Fesseln, vgl. vs. 274 δεσμούς, vs. 296 δεσμοί, vs. 317 δεσμός, vs. 336 δεσμοῖς, vs. 340 δεσμοί, vs. 353 δεσμόν, vs. 359 δεσμόν, vs. 360 δεσμοῖο; Iliad. 22, 468 δέσματα Kopfputz, Kopfbinden der Andromache, τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ', ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη, vgl. Scheil. Didym. und Aristonic.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 lien;
2 bandeau pour une chevelure de femme.
Étymologie: δέω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέσμα -ατος, τό [δέω] boei, keten. band:. ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα zij wierp haar glanzende haarbanden van haar hoofd Il. 22.468.

English (Autenrieth)

ατος (δέ Od. 24.2): only pl., bonds; of a woman's head-band, Il. 22.468. (See cut No. 8).

Greek Monolingual

δέσμα, το (Α) δω
(συνήθ. πληθ.) δέσματα
α) τα δεσμά
β) οι κεφαλόδεσμοι.

Greek Monotonic

δέσμα: -ατος, τό (δέω),
I. ποιητ. αντί δεσμός, δεσμά, αλυσίδες, σε Ομήρ. Οδ.
II. το διάδημα του κεφαλιού, ταινία που δένεται στο κεφάλι, κεφαλόδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

δέσμα: τό, (δέω) ποιητ. ἀντὶ δεσμός, δεσμά, σιδήρεα δέσματ’ Ὀδ. Α. 204, πρβλ. Θ. 278. ΙΙ. ταινία πρὸς δέσιν τῆς κεφαλῆς, ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα Ἰλ. Χ. 468· πρβλ. ἀναδέσμη, ἀνάδημα.

Middle Liddell

[δέω]
I. poet. for δεσμός, a bond, fetter, Od.
II. a head-band, Il.