θεσμοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thesmodotis
|Transliteration C=thesmodotis
|Beta Code=qesmodo/ths
|Beta Code=qesmodo/ths
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lawgiver</b>, cj. for <b class="b3">-θέτης</b>, Longin.9.9:—fem. θεσμο-δότειρα Orph.Εὐχή 25.</span>
|Definition=ὁ, [[lawgiver]], cj. for [[θεσμοθέτης]], Longin.9.9:—fem. [[θεσμοδότειρα]] Orph.Εὐχή 25.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1203.png Seite 1203]] ὁ, Gesetzgeber, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''θεσμοδότης''': ὁ, [[νομοθέτης]], Ἰω. Μαλαλ.· θηλ. -[[δότειρα]], Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεσμοδότης]], θηλ. [[θεσμοδότειρα]])<br />αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] ([[πρβλ]]. [[αρτοδότης]], [[εργοδότης]], <i>υπνο</i>-[[δότης]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοδότης Medium diacritics: θεσμοδότης Low diacritics: θεσμοδότης Capitals: ΘΕΣΜΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: thesmodótēs Transliteration B: thesmodotēs Transliteration C: thesmodotis Beta Code: qesmodo/ths

English (LSJ)

ὁ, lawgiver, cj. for θεσμοθέτης, Longin.9.9:—fem. θεσμοδότειρα Orph.Εὐχή 25.

German (Pape)

[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοδότης: ὁ, νομοθέτης, Ἰω. Μαλαλ.· θηλ. -δότειρα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα)
αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης, υπνο-δότης)].