διακονικός: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakonikos | |Transliteration C=diakonikos | ||
|Beta Code=diakoniko/s | |Beta Code=diakoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=διακονική, διακονικόν, [[of a servant]], [[servile]], [[serviceable]], Ar.Pl.1170, etc.; [[διακονική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ = [[art of serving]], Pl.Plt.299d; διακονικὴ [[φύσις]] Id. ap. Plu.2.416f: Comp. [[διακονικώτερος]] Id.Grg.517b; αἱ διακονικαὶ πράξεις, τὰ διακονικὰ ἔργα = [[servant]]s' [[business]], [[menial]] [[work]], Arist.Pol.1277a36, 1333a7; διακονικαὶ ἀρεταί ib.1259b23. Adv. [[διακονικῶς]] = [[in the course of service]], Men.113; [[serviceably]], [[servilely]], Sor.1.80. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[servicial]] de pers., Ar.<i>Pl</i>.1170, Pl.<i>Grg</i>.517b, X.<i>Oec</i>.7.41.<br /><b class="num">2</b> [[subordinado]], [[al servicio de otro]], [[auxiliar]] de abstr. λειτουργίαι Plu.2.794a, τὰ ... διακονικὰ ὑπηρετήματα op. [[τὰ στρατηγικά]] D.C.77.13.1, τὸ μὲν θεῖόν ἐστι ἡγεμονικὸν ... διακονικὸν δὲ τὸ [[δαιμόνιον]] Iambl.<i>Myst</i>.1.20, δυνάμεις Eus.M.23.701B, τάξις Ath.Al.M.28.616B<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ τῆς κινήσεως διακονικὸν εἴς τε νεῦρα καὶ τοὺς μῦς (διατείνει) Alex.Aphr.<i>de An</i>.100.16<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. [[el arte de servir]] Pl.<i>Plt</i>.299d.<br /><b class="num">3</b> [[servil]], [[propio de un servidor]] gener. de abstr. πράξεις Arist.<i>Pol</i>.1277<sup>a</sup>36, ἔργα Arist.<i>Pol</i>.1333<sup>a</sup>7, [[ἀρετή]] Arist.<i>Pol</i>.1259<sup>b</sup>23, χρεία Ph.2.482, φύσις Plu.2.416f<br /><b class="num">•</b>tb. de pers., Olymp.<i>in Grg</i>.2.4, 32.3, op. [[πολιτικός]] Olymp.<i>in Grg</i>.42.1.<br /><b class="num">4</b> [[de servicio]], [[doméstico]] πῦρ ... τὸ δ. op. τὸ ... ἀεὶ καθιερωμένον τῇ Ἑστίᾳ Porph.<i>ad Od</i>.64.8<br /><b class="num">•</b>de ahí empleado en distinciones fil. πῦρ δ. el fuego corriente</i> Olymp.<i>in Mete</i>.40.25, Phlp.<i>in GC</i> 228.28, <i>in Ph</i>.420.1, op. [[πῦρ ζῳογόνον]] Olymp.<i>in Mete</i>.18.24, op. [[τὸ ἐκ πάθους ἐν τοῖς μετεώροις γινόμενον]] (πῦρ) Eust.151.30.<br /><b class="num">5</b> dud. [[diaconal]], [[relativo al diaconado]] ἐπιστολὴ τοῖς ἐν Ῥώμῃ ... διακονική Eus.<i>HE</i> 6.46.<br /><b class="num">II</b> [[encargado del servicio de la mesa]] ἀνδράποδα Ph.2.478, 533.<br /><b class="num">III</b> crist. subst. [[τὸ διακονικόν]]<br /><b class="num">1</b> [[santuario]], [[parte de la iglesia que antecede al tabernáculo]], <i>Apoph.Patr</i>.M.65.149A, Philost.<i>HE</i> 7.3.<br /><b class="num">2</b> [[sacristía]], <i>CLaod</i>. (343-381) <i>Can</i>.21, Cyr.S.<i>V.Euthym</i>.39 (p.57), 48 (p.69), <i>IIasos</i> 637.2 (V/VI d.C.), como edificio separado, Cyr.S.<i>V.Sab</i>.18 (p.102)<br /><b class="num">•</b>usada como [[baptisterio]], <i>IGLS</i> 21(2).74.2 (VI d.C.).<br /><b class="num">IV</b> adv. [[διακονικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[servicialmente]] προελήλυθας ref. a un esclavo, Men.<i>Fr</i>.100.<br /><b class="num">2</b> [[al modo de un servidor]] τῶν [[ἐντεῦθεν]] ἀγγείων τὸ ἀπὸ τῆς κυούσης [[αἷμα]] καὶ πνεῦμα δ. ἐπικεχορηγηκότων τῷ σώματι τοῦ βρέφους Sor.58.28<br /><b class="num">•</b>ταρασσομένη δ. afanada en el servicio</i> ref. a Marta, la hermana de María, Clem.Al.<i>QDS</i> 10.6, ἐπλάττετο ref. a Jesucristo, Cyr.Al.M.70.1045C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0583.png Seite 583]] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0583.png Seite 583]] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne les serviteurs]] <i>ou</i> la fonction d'un serviteur;<br /><b>2</b> [[apte au service]], [[bon pour servir]].<br />'''Étymologie:''' [[διάκονος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διακονικός -ή -όν [διάκονος] [[bij dienstverlening behorend]], [[dienst-]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διᾱκονικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[годный для службы]], [[умеющий быть слугой]] (''[[sc.]]'' [[ἀνήρ]] Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[служебный]], [[служительский]] (τέχναι Plat.; πράξεις Arst.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διακονικός]], -ή, -όν)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάκονο και στην [[υπηρεσία]] του<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διακονικό</i><br />α) η [[δεξιά]] [[κόγχη]] του Αγίου Βήματος<br />β) το [[σκευοφυλάκιο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διακονικά</i><br />όσα εκφωνούνται ή ψάλλονται από τον διάκονο [[κατά]] την [[τέλεση]] τών ακολουθιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]], ο [[κατάλληλος]] για [[υπηρεσία]], [[εξυπηρέτηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διακονικὰ ἔργα» ή «διακονικαὶ πράξεις» — οι ασχολίες τών υπηρετών. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διᾱκονικός:''' -ή, -όν, [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[εξυπηρετικός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾱκονικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑπηρεσίαν, [[χρήσιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, [[ἐργασία]] ἢ [[ἀσχολία]] τοῦ ὑπηρέτου, [[ἔργον]] βάναυσον, [[ἀσχολία]] ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ [[αὐτόθι]] 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1. | |lstext='''διᾱκονικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑπηρεσίαν, [[χρήσιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, [[ἐργασία]] ἢ [[ἀσχολία]] τοῦ ὑπηρέτου, [[ἔργον]] βάναυσον, [[ἀσχολία]] ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ [[αὐτόθι]] 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=διᾱκονικός, ή, όν from [[διάκονος]], [[serviceable]], Ar., etc.; comp. -ώτερος, Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
διακονική, διακονικόν, of a servant, servile, serviceable, Ar.Pl.1170, etc.; διακονική (sc. τέχνη), ἡ = art of serving, Pl.Plt.299d; διακονικὴ φύσις Id. ap. Plu.2.416f: Comp. διακονικώτερος Id.Grg.517b; αἱ διακονικαὶ πράξεις, τὰ διακονικὰ ἔργα = servants' business, menial work, Arist.Pol.1277a36, 1333a7; διακονικαὶ ἀρεταί ib.1259b23. Adv. διακονικῶς = in the course of service, Men.113; serviceably, servilely, Sor.1.80.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1servicial de pers., Ar.Pl.1170, Pl.Grg.517b, X.Oec.7.41.
2 subordinado, al servicio de otro, auxiliar de abstr. λειτουργίαι Plu.2.794a, τὰ ... διακονικὰ ὑπηρετήματα op. τὰ στρατηγικά D.C.77.13.1, τὸ μὲν θεῖόν ἐστι ἡγεμονικὸν ... διακονικὸν δὲ τὸ δαιμόνιον Iambl.Myst.1.20, δυνάμεις Eus.M.23.701B, τάξις Ath.Al.M.28.616B
•neutr. subst. τὸ τῆς κινήσεως διακονικὸν εἴς τε νεῦρα καὶ τοὺς μῦς (διατείνει) Alex.Aphr.de An.100.16
•subst. ἡ δ. el arte de servir Pl.Plt.299d.
3 servil, propio de un servidor gener. de abstr. πράξεις Arist.Pol.1277a36, ἔργα Arist.Pol.1333a7, ἀρετή Arist.Pol.1259b23, χρεία Ph.2.482, φύσις Plu.2.416f
•tb. de pers., Olymp.in Grg.2.4, 32.3, op. πολιτικός Olymp.in Grg.42.1.
4 de servicio, doméstico πῦρ ... τὸ δ. op. τὸ ... ἀεὶ καθιερωμένον τῇ Ἑστίᾳ Porph.ad Od.64.8
•de ahí empleado en distinciones fil. πῦρ δ. el fuego corriente Olymp.in Mete.40.25, Phlp.in GC 228.28, in Ph.420.1, op. πῦρ ζῳογόνον Olymp.in Mete.18.24, op. τὸ ἐκ πάθους ἐν τοῖς μετεώροις γινόμενον (πῦρ) Eust.151.30.
5 dud. diaconal, relativo al diaconado ἐπιστολὴ τοῖς ἐν Ῥώμῃ ... διακονική Eus.HE 6.46.
II encargado del servicio de la mesa ἀνδράποδα Ph.2.478, 533.
III crist. subst. τὸ διακονικόν
1 santuario, parte de la iglesia que antecede al tabernáculo, Apoph.Patr.M.65.149A, Philost.HE 7.3.
2 sacristía, CLaod. (343-381) Can.21, Cyr.S.V.Euthym.39 (p.57), 48 (p.69), IIasos 637.2 (V/VI d.C.), como edificio separado, Cyr.S.V.Sab.18 (p.102)
•usada como baptisterio, IGLS 21(2).74.2 (VI d.C.).
IV adv. διακονικῶς
1 servicialmente προελήλυθας ref. a un esclavo, Men.Fr.100.
2 al modo de un servidor τῶν ἐντεῦθεν ἀγγείων τὸ ἀπὸ τῆς κυούσης αἷμα καὶ πνεῦμα δ. ἐπικεχορηγηκότων τῷ σώματι τοῦ βρέφους Sor.58.28
•ταρασσομένη δ. afanada en el servicio ref. a Marta, la hermana de María, Clem.Al.QDS 10.6, ἐπλάττετο ref. a Jesucristo, Cyr.Al.M.70.1045C.
German (Pape)
[Seite 583] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les serviteurs ou la fonction d'un serviteur;
2 apte au service, bon pour servir.
Étymologie: διάκονος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακονικός -ή -όν [διάκονος] bij dienstverlening behorend, dienst-.
Russian (Dvoretsky)
διᾱκονικός:
1 годный для службы, умеющий быть слугой (sc. ἀνήρ Arph.);
2 служебный, служительский (τέχναι Plat.; πράξεις Arst.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διακονικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάκονο και στην υπηρεσία του
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το διακονικό
α) η δεξιά κόγχη του Αγίου Βήματος
β) το σκευοφυλάκιο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακονικά
όσα εκφωνούνται ή ψάλλονται από τον διάκονο κατά την τέλεση τών ακολουθιών
αρχ.
1. ο χρήσιμος, ο κατάλληλος για υπηρεσία, εξυπηρέτηση
2. φρ. «διακονικὰ ἔργα» ή «διακονικαὶ πράξεις» — οι ασχολίες τών υπηρετών.
Greek Monotonic
διᾱκονικός: -ή, -όν, χρήσιμος, ωφέλιμος, εξυπηρετικός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱκονικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς ὑπηρεσίαν, χρήσιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, ἐργασία ἢ ἀσχολία τοῦ ὑπηρέτου, ἔργον βάναυσον, ἀσχολία ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ αὐτόθι 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.
Middle Liddell
διᾱκονικός, ή, όν from διάκονος, serviceable, Ar., etc.; comp. -ώτερος, Plat.