μητρόθεν: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitrothen
|Transliteration C=mitrothen
|Beta Code=mhtro/qen
|Beta Code=mhtro/qen
|Definition=Dor. ματρόθεν (also μήτρο-θε <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>3.17</span>), Adv., (μήτηρ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">from the mother, by the mother's side</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">O.</span>7.24</span>; καταλέξει ἑωυτὸν μ. <span class="bibl">Hdt. 1.173</span>, cf. <span class="title">PMag.Par.</span>1.316; τὰ μ. Κρῆσσα <span class="bibl">Hdt.7.99</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">from one's mother</b>, μ. δεδεγμένη <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>750</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>478</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">from one's mother's womb</b>, φυγόντα μ. σκότον <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>664</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>607</span> (lyr.): with the force of a gen., <b class="b3">ἦ ματρόθεν . . λέκτρ' ἐπλήσω</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>527</span> (lyr.).— Poet. word, used by Hdt., and in later Prose, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>51</span>, <span class="bibl"><span class="title">Alex.</span>11</span>, <span class="title">Arch.Pap.</span>2.444 (ii A.D.), <span class="bibl">D.C.49.23</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ματρόθεν]] (also [[μητρόθε]] Pi.''I.''3.17), Adv., ([[μήτηρ]])<br><span class="bld">A</span> [[from the mother]], [[by the mother's side]], Id.''O.''7.24; καταλέξει ἑωυτὸν μ. [[Herodotus|Hdt.]] 1.173, cf. ''PMag.Par.''1.316; τὰ μ. Κρῆσσα [[Herodotus|Hdt.]]7.99.<br><span class="bld">2</span> [[from one's mother]], μ. δεδεγμένη A.''Ch.''750, cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''478.<br><span class="bld">3</span> [[from one's mother's womb]], φυγόντα μ. σκότον A.''Th.''664, cf. ''Ch.''607 (lyr.): with the force of a gen., <b class="b3">ἦ ματρόθεν… λέκτρ' ἐπλήσω</b>; [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''527 (lyr.).—Poet. word, used by [[Herodotus|Hdt.]], and in later Prose, Luc.''Tox.''51, ''Alex.''11, ''Arch.Pap.''2.444 (ii A.D.), D.C.49.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόθεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόθεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέθρεψα [[μητρόθεν]] δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον, Spt. 646; ἦ [[μητρόθεν]] δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν [[μητρόθεν]], Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόθεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόθεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέθρεψα [[μητρόθεν]] δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα [[μητρόθεν]] σκότον, Spt. 646; ἦ [[μητρόθεν]] δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν [[μητρόθεν]], Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[de la mère]], [[du côté de la mère]];<br /><b>2</b> [[du sein de sa mère]];<br /><b>3</b> [[de la main de sa mère]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[-θεν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρόθεν''': Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. ([[μήτηρ]]) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; [[εἶναι]] μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51.
|lstext='''μητρόθεν''': Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. ([[μήτηρ]]) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; [[εἶναι]] μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de la mère, du côté de la mère;<br /><b>2</b> du sein de sa mère;<br /><b>3</b> de la main de sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], -θεν.
|mltxt=(Α [[μητρόθεν]], δωρ. τ. [[ματρόθεν]])<br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> από την [[πλευρά]] της μητέρας («[[ματρόθεν]] Ἀστυδάμειας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> από τήν [[ίδια]] τη [[μητέρα]] ή από το μητρικό [[χέρι]] («ὅν ἐξέθρεψα [[μητρόθεν]] δεδεγμένη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> από την [[κοιλιά]] ή από τα [[σπλάγχνα]] της μητέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, [[κατά]] το <i>πατρό</i>-<i>θεν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μητρόθεν:''' ([[μήτηρ]]), Δωρ. μᾱτρ-, επίρρ.:<br /><b class="num">1.</b> από τη [[μητέρα]], από την [[πλευρά]] της μητέρας, σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> από τη [[μητέρα]] κάποιου, από τα χέρια της μητέρας κάποιου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> από τη [[μήτρα]] της μάνας κάποιου, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μήτηρ]]<br /><b class="num">1.</b> from the [[mother]], by the [[mother]]'s [[side]], Hdt., Pind.<br /><b class="num">2.</b> from one's [[mother]], from one's [[mother]]'s [[hand]], Aesch., Ar.<br /><b class="num">3.</b> from one's [[mother]]'s [[womb]], Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[from a mother]], [[of a mother]]
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρόθεν Medium diacritics: μητρόθεν Low diacritics: μητρόθεν Capitals: ΜΗΤΡΟΘΕΝ
Transliteration A: mētróthen Transliteration B: mētrothen Transliteration C: mitrothen Beta Code: mhtro/qen

English (LSJ)

Dor. ματρόθεν (also μητρόθε Pi.I.3.17), Adv., (μήτηρ)
A from the mother, by the mother's side, Id.O.7.24; καταλέξει ἑωυτὸν μ. Hdt. 1.173, cf. PMag.Par.1.316; τὰ μ. Κρῆσσα Hdt.7.99.
2 from one's mother, μ. δεδεγμένη A.Ch.750, cf. Ar.Ach.478.
3 from one's mother's womb, φυγόντα μ. σκότον A.Th.664, cf. Ch.607 (lyr.): with the force of a gen., ἦ ματρόθεν… λέκτρ' ἐπλήσω; S.OC527 (lyr.).—Poet. word, used by Hdt., and in later Prose, Luc.Tox.51, Alex.11, Arch.Pap.2.444 (ii A.D.), D.C.49.23.

German (Pape)

[Seite 179] von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόθεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόθεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα μητρόθεν σκότον, Spt. 646; ἦ μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν, Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de la mère, du côté de la mère;
2 du sein de sa mère;
3 de la main de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, -θεν.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόθεν: Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. (μήτηρ) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; εἶναι μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51.

Greek Monolingual

μητρόθεν, δωρ. τ. ματρόθεν)
1. επίρρ. από την πλευρά της μητέρας («ματρόθεν Ἀστυδάμειας», Πίνδ.)
2. από τήν ίδια τη μητέρα ή από το μητρικό χέρι («ὅν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη», Αισχύλ.)
3. από την κοιλιά ή από τα σπλάγχνα της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, κατά το πατρό-θεν].

Greek Monotonic

μητρόθεν: (μήτηρ), Δωρ. μᾱτρ-, επίρρ.:
1. από τη μητέρα, από την πλευρά της μητέρας, σε Ηρόδ., Πίνδ.
2. από τη μητέρα κάποιου, από τα χέρια της μητέρας κάποιου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
3. από τη μήτρα της μάνας κάποιου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μήτηρ
1. from the mother, by the mother's side, Hdt., Pind.
2. from one's mother, from one's mother's hand, Aesch., Ar.
3. from one's mother's womb, Aesch.

English (Woodhouse)

from a mother, of a mother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)