συμφερόντως: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(Bailly1_5) |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symferontos | |Transliteration C=symferontos | ||
|Beta Code=sumfero/ntws | |Beta Code=sumfero/ntws | ||
|Definition=Adv. pres. part. (συμφέρω), | |Definition=Adv. pres. part. ([[συμφέρω]]), [[profitably]], τινι Antipho Soph.''Oxy.''1364.15 (ξυμ-), [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''662a, Isoc.2.25, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.50, ''IG''12(8).640.8 (Peparethus, ii B.C.), etc.; <b class="b3">οὔτε δικαίως οὔτε σ.</b> [[on]] no [[plea]] either of justice or [[expediency]], Antipho 2.1.9; σ. ἔχει Isoc.8.137, cf. Demetr.Lac.''Herc.''1012.45. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0991.png Seite 991]] adv. zum Vor., auf eine nützliche Art; Plat. Legg. II, 662 a; Xen. Mem. 1, 2, 50; Sp., wie Pol. 3, 107, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0991.png Seite 991]] adv. zum Vor., auf eine nützliche Art; Plat. Legg. II, 662 a; Xen. Mem. 1, 2, 50; Sp., wie Pol. 3, 107, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />[[avantageusement]].<br />'''Étymologie:''' [[συμφέρον]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-φερόντως Att. ook ξυμφερόντως [συμφέρω] adv. op een manier die nuttig of voordelig is:. σ. ἔχει het is nuttig of voordelig Aristot. Pol. 1270b20. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμφερόντως:''' [[с пользой]], [[с выгодой]] (τινί Isocr., Plat.; πράττειν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμφερόντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[συμφέρω]], ὠφελίμως, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 662Α, Ἰσοκρ. 19Ε, κτλ.· [[οὔτε]] δικαίως [[οὔτε]] σ., [[οὔτε]] λόγῳ δικαιοσύνης, [[οὔτε]] λόγῳ συμφέροντος, Ἀντιφῶν 116. 8· σ. ἔχει Ἰσοκρ. 186C, κτλ. | |lstext='''συμφερόντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[συμφέρω]], ὠφελίμως, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 662Α, Ἰσοκρ. 19Ε, κτλ.· [[οὔτε]] δικαίως [[οὔτε]] σ., [[οὔτε]] λόγῳ δικαιοσύνης, [[οὔτε]] λόγῳ συμφέροντος, Ἀντιφῶν 116. 8· σ. ἔχει Ἰσοκρ. 186C, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[συμφέρον]] κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συμφερόντως]] ἔχει» — συμφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>συμφέρων</i>, -<i>οντος</i> του [[συμφέρω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμφερόντως:''' επίρρ. από μτχ. ενεστ., όπως [[συμφέρει]], επικερδώς, επωφελώς, σε Ισοκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. pres. of [[συμφέρω]]<br />[[profitably]], Isocr. | |||
}} | |||
{{WoodhouseAdverbsReversed | |||
|woodadr=[[beneficially]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[usefully]]=== | |||
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Greek: [[χρησίμως]], [[αποτελεσματικά]], [[εποικοδομητικά]]; Ancient Greek: [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπωφελῶς]], [[εὐχρήστως]], [[λυσιτελούντως]], [[λυσιτελῶς]], [[ὀνησίμως]], [[προὔργου]], [[συμφερόντως]], [[συμφόρως]], [[χρειωδῶς]], [[χρησίμως]], [[χρηστικῶς]], [[ὠφελίμως]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 23 March 2024
English (LSJ)
Adv. pres. part. (συμφέρω), profitably, τινι Antipho Soph.Oxy.1364.15 (ξυμ-), Pl.Lg.662a, Isoc.2.25, cf. X.Mem.1.2.50, IG12(8).640.8 (Peparethus, ii B.C.), etc.; οὔτε δικαίως οὔτε σ. on no plea either of justice or expediency, Antipho 2.1.9; σ. ἔχει Isoc.8.137, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.45.
German (Pape)
[Seite 991] adv. zum Vor., auf eine nützliche Art; Plat. Legg. II, 662 a; Xen. Mem. 1, 2, 50; Sp., wie Pol. 3, 107, 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
avantageusement.
Étymologie: συμφέρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-φερόντως Att. ook ξυμφερόντως [συμφέρω] adv. op een manier die nuttig of voordelig is:. σ. ἔχει het is nuttig of voordelig Aristot. Pol. 1270b20.
Russian (Dvoretsky)
συμφερόντως: с пользой, с выгодой (τινί Isocr., Plat.; πράττειν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συμφερόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ συμφέρω, ὠφελίμως, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 662Α, Ἰσοκρ. 19Ε, κτλ.· οὔτε δικαίως οὔτε σ., οὔτε λόγῳ δικαιοσύνης, οὔτε λόγῳ συμφέροντος, Ἀντιφῶν 116. 8· σ. ἔχει Ἰσοκρ. 186C, κτλ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον
2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» — συμφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, -οντος του συμφέρω.
Greek Monotonic
συμφερόντως: επίρρ. από μτχ. ενεστ., όπως συμφέρει, επικερδώς, επωφελώς, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
[adverb from part. pres. of συμφέρω
profitably, Isocr.
English (Woodhouse)
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente