κατέδω: Difference between revisions
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katedo | |Transliteration C=katedo | ||
|Beta Code=kate/dw | |Beta Code=kate/dw | ||
|Definition=Homeric pres., | |Definition=Homeric pres., = [[κατεσθίω]], [[eat up]], [[devour]], μυίας αἵ ῥά τε φῶτας… κατέδουσιν Il.19.31; εὐλαὶ… φῶτας ἀρηϊφάτους κ. 24.415: metaph., <b class="b3">οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κ.</b>, [[eat up]] house, goods, etc., Od.2.237, 19.159, 534; <b class="b3">ὃν θυμὸν κατέδων</b> [[eating]] one's heart for grief, Il.6.202:—later in Pass… ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Arist.''Fr.''145.—For fut. κατέδομαι and other tenses, v. [[κατεσθίω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. ἔδω), ep. = [[κατεσθίω]]; μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας κατέδουσιν Il. 19, 31; von Würmern, 24, 415; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren, Od. 19, 159; κτῆσιν 534; οἶκον 2, 237; übertr. von den Traurigen, ὃν θυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend, Il. 6, 202. – Κατέδομαι ist fut. zu [[κατεσθίω]], w, m. s. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[κατέδομαι]], <i>pf.</i> [[κατεδήδοκα]], <i>épq.</i> κατέδηδα, <i>ao.</i> κατηδέσθην, <i>pf.</i> κατεδήδεσμαι;<br />dévorer, manger, ronger ; <i>fig.</i> manger (son bien, ses ressources) ; <i>au sens mor.</i> ὃν θυμὸν κατέδων IL rongeant son cœur de chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔδω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατέδω zie κατεσθίω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατέδω:''' эп. [[κατεσθίω]] (fut. [[κατέδομαι]], pf. [[κατεδήδοκα]] - эп. [[κατέδηδα]]; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. [[κατεδήδεσμαι]])<br /><b class="num">1</b> [[съедать]], [[пожирать]] (φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[проедать]], [[истреблять]] (οἶκον, κτῆσιν Hom.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[снедать]], [[глодать]], [[терзать]]: ὃν θυμὸν κατέδων Hom. терзаясь душой. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=fut. κατέδονται: [[eat]] up, [[devour]]; [[fig]]., οἶκον, θῦμόν, β 23, Il. 6.202. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατέδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] («μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας... κατέδουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] (α. «κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ὃν θυμὸν κατέδων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώγω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατέδω:''' Επικ. ενεστ. [[κατεσθίω]], [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>οἶκον</i>, <i>κτῆσιν κατέδειν</i>, «κατατρώω» το [[σπίτι]] (ως [[περιουσία]]), τα [[αγαθά]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὃν θυμὸν κατέδων</i>, κατατρώγοντας την [[καρδιά]] κάποιου από [[θλίψη]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατέδω''': Ὁμ. ἐνεστ. = [[κατεσθίω]], [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]], μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415· μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, [[κατατρώγω]] οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534· [[ὡσαύτως]], ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)·- Παθ., [[ὡσαύτως]], παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140· ἡ [[ἄμπελος]] ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. [[κατεσθίω]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[epic pres., = [[κατεσθίω]]<br />to eat up, [[devour]], Il.; metaph., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν to eat up [[house]], [[goods]], Od.; ὃν θυμὸν κατέδων [[eating]] one's [[heart]] for [[grief]], Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
Homeric pres., = κατεσθίω, eat up, devour, μυίας αἵ ῥά τε φῶτας… κατέδουσιν Il.19.31; εὐλαὶ… φῶτας ἀρηϊφάτους κ. 24.415: metaph., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κ., eat up house, goods, etc., Od.2.237, 19.159, 534; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.6.202:—later in Pass… ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Arist.Fr.145.—For fut. κατέδομαι and other tenses, v. κατεσθίω.
German (Pape)
[Seite 1394] (s. ἔδω), ep. = κατεσθίω; μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας κατέδουσιν Il. 19, 31; von Würmern, 24, 415; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren, Od. 19, 159; κτῆσιν 534; οἶκον 2, 237; übertr. von den Traurigen, ὃν θυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend, Il. 6, 202. – Κατέδομαι ist fut. zu κατεσθίω, w, m. s.
French (Bailly abrégé)
f. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα, épq. κατέδηδα, ao. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι;
dévorer, manger, ronger ; fig. manger (son bien, ses ressources) ; au sens mor. ὃν θυμὸν κατέδων IL rongeant son cœur de chagrin.
Étymologie: κατά, ἔδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέδω zie κατεσθίω.
Russian (Dvoretsky)
κατέδω: эп. κατεσθίω (fut. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι)
1 съедать, пожирать (φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.);
2 проедать, истреблять (οἶκον, κτῆσιν Hom.);
3 перен. снедать, глодать, терзать: ὃν θυμὸν κατέδων Hom. терзаясь душой.
English (Autenrieth)
fut. κατέδονται: eat up, devour; fig., οἶκον, θῦμόν, β 23, Il. 6.202.
Greek Monolingual
κατέδω (Α)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω («μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας... κατέδουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φθείρω, καταστρέφω (α. «κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος», Ομ. Οδ.
β. «ὃν θυμὸν κατέδων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔδω «τρώγω»].
Greek Monotonic
κατέδω: Επικ. ενεστ. κατεσθίω, τρώω, καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν, «κατατρώω» το σπίτι (ως περιουσία), τα αγαθά, σε Ομήρ. Οδ.· ὃν θυμὸν κατέδων, κατατρώγοντας την καρδιά κάποιου από θλίψη, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κατέδω: Ὁμ. ἐνεστ. = κατεσθίω, κατατρώγω, καταβροχθίζω, μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31· οὕτως ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415· μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, κατατρώγω οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534· ὡσαύτως, ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)·- Παθ., ὡσαύτως, παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140· ἡ ἄμπελος ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. κατεσθίω.
Middle Liddell
[epic pres., = κατεσθίω
to eat up, devour, Il.; metaph., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν to eat up house, goods, Od.; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.