καχέκτης: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kachektis
|Transliteration C=kachektis
|Beta Code=kaxe/kths
|Beta Code=kaxe/kths
|Definition=ου, ὁ, (κακός, ἕξις) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in a bad habit of body</b>, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">disaffected</b> in a political sense, <span class="bibl">Plb.1.68.10</span>, <span class="bibl">28.17.12</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>1.14.6</span>, Nech.in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.142.</span>
|Definition=καχέκτου, ὁ, ([[κακός]], [[ἕξις]])<br><span class="bld">A</span> [[in a bad habit of body]], Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[disaffected]] in a [[political]] sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.''Att.''1.14.6, Nech.in ''Cat.Cod.Astr.''7.142.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1409.png Seite 1409]] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, <span class="ggns">Gegensatz</span> von ὑγιαίνων, Pol. 18, 15, 12; dann vom Geiste u. der Gesinnung, übelgesinnt, neben [[στασιώδης]] 1, 68, 10, öfter.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰχέκτης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1</b> [[находящийся в плохом состоянии]], [[болезненный]] Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[злонамеренный]] (κ. καὶ [[στασιώδης]] Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''κᾰχέκτης''': -ου, ὁ, (κακός, [[ἕξις]], ἔχω), ἐν κακῇ σωματικῇ καταστάσει ὤν, ὁ [[ἀσθενικός]], ἀντίθετ. ὁ ὑγιής, ὁ [[εὐέκτης]], οὕτω παρὰ Πολυβ. 18. 15, 12, οἱ καχέκται καὶ οἱ ὑγιαίνοντες ἀντιτίθενται· πολιτικῶς, κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος, δυσηρεστημένος, διὸ συνάπτονται, καχέκται καὶ στασιώδεις 1. 68, 10· καχέκται καὶ κινητικοὶ 1. 68, 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[καχέκτης]], ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)<br /><b>1.</b> [[καχεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το [[πολίτευμα]] ή με την [[πολιτική]] [[κατάσταση]] και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. <i>κακ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, [[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἕξω</i>) με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- προ δασέος φθόγγου ([[πρβλ]]. [[ευέκτης]], [[πλεονέκτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχέκτης Medium diacritics: καχέκτης Low diacritics: καχέκτης Capitals: ΚΑΧΕΚΤΗΣ
Transliteration A: kachéktēs Transliteration B: kachektēs Transliteration C: kachektis Beta Code: kaxe/kths

English (LSJ)

καχέκτου, ὁ, (κακός, ἕξις)
A in a bad habit of body, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321.
2 metaph., disaffected in a political sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.Att.1.14.6, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.142.

German (Pape)

[Seite 1409] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, Gegensatz von ὑγιαίνων, Pol. 18, 15, 12; dann vom Geiste u. der Gesinnung, übelgesinnt, neben στασιώδης 1, 68, 10, öfter.

Russian (Dvoretsky)

κᾰχέκτης: ου adj. m
1 находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;
2 злонамеренный (κ. καὶ στασιώδης Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰχέκτης: -ου, ὁ, (κακός, ἕξις, ἔχω), ἐν κακῇ σωματικῇ καταστάσει ὤν, ὁ ἀσθενικός, ἀντίθετ. ὁ ὑγιής, ὁ εὐέκτης, οὕτω παρὰ Πολυβ. 18. 15, 12, οἱ καχέκται καὶ οἱ ὑγιαίνοντες ἀντιτίθενται· πολιτικῶς, κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος, δυσηρεστημένος, διὸ συνάπτονται, καχέκται καὶ στασιώδεις 1. 68, 10· καχέκται καὶ κινητικοὶ 1. 68, 10.

Greek Monolingual

καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)
1. καχεκτικός
2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-) + -έκτης (< ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω) με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ευέκτης, πλεονέκτης)].