κρουματικός: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kroumatikos | |Transliteration C=kroumatikos | ||
|Beta Code=kroumatiko/s | |Beta Code=kroumatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κρουματική, κρουματικόν, of or for [[playing on a stringed instrument]], σοφίη ''AP''11.352.2 (Agath.): in a general sense, <b class="b3">ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν</b> Suid.s.v. [[Ὄλυμπος; διάλεκτος κ]]. style [[in playing]], Plu.2.1138b; <b class="b3">λέξεις κρουσματικαί</b> sounds [[of music]], i.e. [[inarticulate]] sounds without sense, Plb.3.36.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1514.png Seite 1514]] zum Schlagen, bes. zum Spielen eines Saiteninstruments, das mit dem Plektrum geschlagen wird, gehörig; κρουματικὴ σοφίη, die Kunst des Saitenspiels, Agath. 68 (XI, 352); [[διάλεκτος]] κρ., der Ausdruck im Spielen eines Instruments, Plut. de mus., [[varia lectio|v.l.]] [[κρουσματικός]], w. m. s. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'action de frapper un instrument à cordes avec le plectre : [[διάλεκτος]] κρουματική PLUT expression dans le jeu du plectre.<br />'''Étymologie:''' [[κροῦμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρουμᾰτικός:''' [[varia lectio|v.l.]] κρουσμᾰτικός 3<br /><b class="num">1</b> [[касающийся игры на струнном инструменте]] ([[σοφίη]] Anth.): αἱ κρουσματικαὶ διάλεκτοι Plut. музыкальные фразы;<br /><b class="num">2</b> [[пустозвонный]], [[бессодержательный]] (λέξεις Polyb.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κρουματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παίζειν ἐπὶ ἐγχόρδου ὀργάνου, σοφίη Ἀνθ. Π. 11. 352· κρ. [[μουσική]], ἐνόργανος, Σουΐδ. ἐν λ. [[Ὄλυμπος]]· [[διάλεκτος]] κρ., [[ἔκφρασις]] ἐν τῷ παίζειν [[ὄργανον]], Πλούτ. 2. 1138Β· [[λέξις]] κρ., [[ἦχος]] ἢ [[τόνος]] ἐνοργάνου μουσικῆς, δηλ. [[ἄναρθρος]] [[ἦχος]] [[ἄνευ]] ἐννοίας, Πολύβ. 3. 36, 3, πρβλ. 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ιδ΄, 9. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρουματικός]], -ή, -όν (Α) [[κρούμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[παίξιμο]] κάποιου έγχορδου οργάνου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διάλεκτος]] κρουματική» — η [[έκφραση]] ή το ύφος που διαφαίνεται στο [[παίξιμο]] ενός έγχορδου οργάνου<br />β) «λέξεις κρουματικαί» — ο [[ήχος]] έγχορδου οργάνου ή, κατ' [[επέκταση]], [[άναρθρος]] [[ήχος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρουματικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[παίξιμο]] έγχορδου οργάνου, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κρουματικός]], ή, όν<br />of or for playing on a stringed [[instrument]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
κρουματική, κρουματικόν, of or for playing on a stringed instrument, σοφίη AP11.352.2 (Agath.): in a general sense, ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν Suid.s.v. Ὄλυμπος; διάλεκτος κ. style in playing, Plu.2.1138b; λέξεις κρουσματικαί sounds of music, i.e. inarticulate sounds without sense, Plb.3.36.3.
German (Pape)
[Seite 1514] zum Schlagen, bes. zum Spielen eines Saiteninstruments, das mit dem Plektrum geschlagen wird, gehörig; κρουματικὴ σοφίη, die Kunst des Saitenspiels, Agath. 68 (XI, 352); διάλεκτος κρ., der Ausdruck im Spielen eines Instruments, Plut. de mus., v.l. κρουσματικός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'action de frapper un instrument à cordes avec le plectre : διάλεκτος κρουματική PLUT expression dans le jeu du plectre.
Étymologie: κροῦμα.
Russian (Dvoretsky)
κρουμᾰτικός: v.l. κρουσμᾰτικός 3
1 касающийся игры на струнном инструменте (σοφίη Anth.): αἱ κρουσματικαὶ διάλεκτοι Plut. музыкальные фразы;
2 пустозвонный, бессодержательный (λέξεις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κρουματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παίζειν ἐπὶ ἐγχόρδου ὀργάνου, σοφίη Ἀνθ. Π. 11. 352· κρ. μουσική, ἐνόργανος, Σουΐδ. ἐν λ. Ὄλυμπος· διάλεκτος κρ., ἔκφρασις ἐν τῷ παίζειν ὄργανον, Πλούτ. 2. 1138Β· λέξις κρ., ἦχος ἢ τόνος ἐνοργάνου μουσικῆς, δηλ. ἄναρθρος ἦχος ἄνευ ἐννοίας, Πολύβ. 3. 36, 3, πρβλ. 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ιδ΄, 9.
Greek Monolingual
κρουματικός, -ή, -όν (Α) κρούμα
1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου
2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» — η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου
β) «λέξεις κρουματικαί» — ο ήχος έγχορδου οργάνου ή, κατ' επέκταση, άναρθρος ήχος.
Greek Monotonic
κρουματικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παίξιμο έγχορδου οργάνου, σε Ανθ.
Middle Liddell
κρουματικός, ή, όν
of or for playing on a stringed instrument, Anth.