ἀμφίβιος: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(2)
 
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfivios
|Transliteration C=amfivios
|Beta Code=a)mfi/bios
|Beta Code=a)mfi/bios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">living a double life</b>, esp. <b class="b2">amphibious</b>, <b class="b3">νομή</b>, of frogs, <span class="bibl">Batr.59</span>; ἀ. στόμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epigr.</span>2</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ax.</span>368b</span>; θήρ <span class="bibl">Man.4.23</span>; of plants, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.4.3</span>; <b class="b3">ἀμφίβιον, τό,</b> = [[ἀλόη]], Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>171.12</span>) to have been first used by Democr. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., of the soul, <b class="b2">denizen of two worlds</b>, <span class="bibl">Plot.4.8.4</span>; of man, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>23p.468M.</span>; ὁ κατὰ τὴν ζωὴν κόσμος ἐστὶν οἷον ἀμφίβιον <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>81</span>, cf. <span class="bibl">85</span>; <b class="b3">φύσις ἀ</b>. ib.<span class="bibl">399</span>, cf. <span class="bibl">400</span>; of the moon, ἄστρον ἀ. πρὸς νύκτα καὶ ἡμέραν <span class="bibl">Max.Tyr.40.4</span>; of Tiresias (who lived both as man and as woman), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Astr.</span>11</span>.</span>
|Definition=ἀμφίβιον,<br><span class="bld">A</span> [[living a double life]], esp. [[amphibious]], [[νομή]], of frogs, Batr.59; ἀμφίβιον στόμα Pl.''Epigr.''2, cf. ''Ax.''368b; θήρ Man.4.23; of plants, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.4.3; [[ἀμφίβιον]], τό, = [[ἀλόη]], Ps.-Dsc.3.22:—said by [[Theophrastus|Thphr.]] (''Fr.''171.12) to have been first used by Democr.<br><span class="bld">2</span> metaph., of the [[soul]], [[denizen of two worlds]], Plot.4.8.4; of man, Hierocl.''in CA''23p.468M.; ὁ κατὰ τὴν ζωὴν κόσμος ἐστὶν οἷον ἀμφίβιον Dam.''Pr.''81, cf. 85; [[φύσις]] ἀμφίβιος ib.399, cf. 400; of the moon, ἄστρον ἀμφίβιον πρὸς νύκτα καὶ ἡμέραν Max.Tyr.40.4; of [[Tiresias]] (who lived both as man and as woman), Luc.''Astr.''11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que tiene dos géneros de vida]] una acuática y otra terrestre, [[anfibio]] de las ranas y otros animales ἀμφίβιον γὰρ ἔδωκε νομὴν βατράχοισι <i>Batr</i>.59, κορδύλος Arist.<i>Fr</i>.320, cf. Thphr.<i>Fr</i>.171.12, Ph.1.220, θήρ Man.4.23, cf. Plu.2.636e<br /><b class="num"></b>de ciertas aves, porque comen lo producido por la tierra y el agua, Varro <i>RR</i> 3.10.1, Colum.8.13.1<br /><b class="num">•</b>del ser humano ἀμφίβιοι γὰρ τρόπον τινά ἐσμεν Str.1.1.16<br /><b class="num">•</b>de ciertas plantas, Thphr.<i>HP</i> 1.4.3<br /><b class="num"></b>subst. τὸ [[ἀμφίβιον]] = [[el áloe]] Ps.Dsc.3.22.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[que tiene dos vidas]] de la luna, una diurna y otra nocturna, Max.Tyr.40.4<br /><b class="num">•</b>de Tiresias, hombre y mujer, Luc.<i>Astr</i>.11.<br /><b class="num">2</b> [[que participa de lo humano y de lo divino]] del alma, Plot.4.8.4, del hombre, Hierocl.<i>in CA</i> 23.2, φύσις Dam.<i>Pr</i>.399.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀμφιβίως]] = [[a modo de anfibio]] Dion.Ar.M.3.696C.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0136.png Seite 136]] [[doppellebig]], [[auf dem Lande und im Wasser lebend]], [[νόμος]], [[doppelte Lebensweise]], Batr. 59; nach Theophr. frg. 12, 12 zuerst von Demokrit gebraucht; Plat. Ax. 368 b; [[στόμα]], des Frosches, Plat. 8 (VI, 43); τό, [[Amphibie]], Plut. Symp. 2, 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui vit dans deux éléments]] (<i>sur terre et dans l'eau</i>), [[amphibie]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βίος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίβιος:''' [[ведущий двойной образ жизни]], т. е. [[земноводный]] ([[νομή]] Batr.; [[ζῷον]] Plat.; [[στόμα]] βατράχου Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφίβιος''': -ον, διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· [[οὕτως]], ἀμφ. [[στόμα]] Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀμφίβιος]], -ον)<br />(για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) αυτός που ζει [[διπλή]] ζωή, δηλ. αυτός που μπορεί να ζει και στη [[στεριά]] και στο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λέγεται επεκτατικά για τα οχήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν [[κατά]] τις ανάγκες και στο [[νερό]] και στη [[στεριά]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα [[αμφίβια]]<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται μτφ.: α) για την [[ψυχή]] ως κάτοικο δύο κόσμων β) για τον Τειρεσία που έζησε και ως άντρας και ως [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίβιος:''' -ον, αυτός που ζει [[διπλή]] [[ζωή]], δηλ. και στη [[στεριά]] και στη [[θάλασσα]] ([[νερό]]), [[αμφίβιος]], σε Βατραχομ., Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[living]] a [[double]] [[life]], i. e. [[both]] on [[land]] and in [[water]], amphibious, Batr., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβιος Medium diacritics: ἀμφίβιος Low diacritics: αμφίβιος Capitals: ΑΜΦΙΒΙΟΣ
Transliteration A: amphíbios Transliteration B: amphibios Transliteration C: amfivios Beta Code: a)mfi/bios

English (LSJ)

ἀμφίβιον,
A living a double life, esp. amphibious, νομή, of frogs, Batr.59; ἀμφίβιον στόμα Pl.Epigr.2, cf. Ax.368b; θήρ Man.4.23; of plants, Thphr. HP 1.4.3; ἀμφίβιον, τό, = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (Fr.171.12) to have been first used by Democr.
2 metaph., of the soul, denizen of two worlds, Plot.4.8.4; of man, Hierocl.in CA23p.468M.; ὁ κατὰ τὴν ζωὴν κόσμος ἐστὶν οἷον ἀμφίβιον Dam.Pr.81, cf. 85; φύσις ἀμφίβιος ib.399, cf. 400; of the moon, ἄστρον ἀμφίβιον πρὸς νύκτα καὶ ἡμέραν Max.Tyr.40.4; of Tiresias (who lived both as man and as woman), Luc.Astr.11.

Spanish (DGE)

-ον
I que tiene dos géneros de vida una acuática y otra terrestre, anfibio de las ranas y otros animales ἀμφίβιον γὰρ ἔδωκε νομὴν βατράχοισι Batr.59, κορδύλος Arist.Fr.320, cf. Thphr.Fr.171.12, Ph.1.220, θήρ Man.4.23, cf. Plu.2.636e
de ciertas aves, porque comen lo producido por la tierra y el agua, Varro RR 3.10.1, Colum.8.13.1
del ser humano ἀμφίβιοι γὰρ τρόπον τινά ἐσμεν Str.1.1.16
de ciertas plantas, Thphr.HP 1.4.3
subst. τὸ ἀμφίβιον = el áloe Ps.Dsc.3.22.
II fig.
1 que tiene dos vidas de la luna, una diurna y otra nocturna, Max.Tyr.40.4
de Tiresias, hombre y mujer, Luc.Astr.11.
2 que participa de lo humano y de lo divino del alma, Plot.4.8.4, del hombre, Hierocl.in CA 23.2, φύσις Dam.Pr.399.
III adv. ἀμφιβίως = a modo de anfibio Dion.Ar.M.3.696C.

German (Pape)

[Seite 136] doppellebig, auf dem Lande und im Wasser lebend, νόμος, doppelte Lebensweise, Batr. 59; nach Theophr. frg. 12, 12 zuerst von Demokrit gebraucht; Plat. Ax. 368 b; στόμα, des Frosches, Plat. 8 (VI, 43); τό, Amphibie, Plut. Symp. 2, 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit dans deux éléments (sur terre et dans l'eau), amphibie.
Étymologie: ἀμφί, βίος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβιος: ведущий двойной образ жизни, т. е. земноводный (νομή Batr.; ζῷον Plat.; στόμα βατράχου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβιος: -ον, ὁ διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· οὕτως, ἀμφ. στόμα Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμφίβιος, -ον)
(για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. αυτός που μπορεί να ζει και στη στεριά και στο νερό
νεοελλ.
1. λέγεται επεκτατικά για τα οχήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τις ανάγκες και στο νερό και στη στεριά
2. (το ουδέτερο πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αμφίβια
αρχ.
λέγεται μτφ.: α) για την ψυχή ως κάτοικο δύο κόσμων β) για τον Τειρεσία που έζησε και ως άντρας και ως γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βίος.

Greek Monotonic

ἀμφίβιος: -ον, αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. και στη στεριά και στη θάλασσα (νερό), αμφίβιος, σε Βατραχομ., Ανθ.

Middle Liddell

living a double life, i. e. both on land and in water, amphibious, Batr., Anth.