Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελάμπυγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melampygos
|Transliteration C=melampygos
|Beta Code=mela/mpugos
|Beta Code=mela/mpugos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">black-bottomed</b>, considered a mark of manhood, <span class="bibl">Eub.61</span>; a name of Heracles, <b class="b3">μ. τοῖς ἐχθροῖς</b> <b class="b2">a very Heracles</b> to them, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>802</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Hdt.7.216</span>: prov., <b class="b3">μή τευ μ. τύχης</b> take care not to 'catch a Tartar', <span class="bibl">Archil.110</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of a kind of eagle, v. [[πύγαργος]].</span>
|Definition=μελάμπυγον,<br><span class="bld">A</span> [[black-bottomed]], considered a [[mark]] of [[manhood]], Eub.61; a name of [[Heracles]], μελάμπυγος τοῖς ἐχθροῖς = a [[very]] [[Heracles]] to his enemies, Ar.Lys.802 (lyr.), cf. [[Herodotus|Hdt.]]7.216: [[proverb|prov.]], [[μή τευ μελαμπύγου τύχης]] = [[take care]] not to '[[catch a Tartar]]', Archil.110.<br><span class="bld">II</span> of a kind of [[eagle]], v. [[πύγαργος]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] mit schwarzem, schwarzbehaartem Hintern, was als Zeichen besonderer Mannhaftigkeit galt, ἐχθροῖς, Ar. Lys. 802. Vgl. Hesych. u. [[λευκόπυγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελάμπῡγος:'''<br /><b class="num">1</b> [[чернозадый]] (эпитет Геракла) Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[храбрый]], нагоняющий страх (τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''μελάμπῡγος''': -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν, δηλ. δασεῖαν τὴν πυγήν, τριχωτὰ ὀπίσθια, [[ὅπερ]] ἐθεωρεῖτο ὡς [[σημεῖον]] ἀνδρείας (πρβλ. [[λάσιος]]), Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 2· [[ὄνομα]] τοῦ Ἡρακλέους, μ. τοῖς ἐχθροῖς, «σωστὸς [[Ἡρακλῆς]] διὰ τοὺς ἐχθρούς», Ἀριστοφ. Λυσ. 802· ἴδε Müller Dor. 2. 12, § 10, Wess. εἰς Ἡρόδ. 7. 216· [[ἐντεῦθεν]] τὸ παροιμιακόν, μή τευ μελαμπύγου τύχῃς, πρόσεχε νὰ μή σου τύχῃ κανεὶς μαλλιαρόκωλος, νὰ μὴ εὕρῃς τὸν διάβολόν σου, Ἀρχίλ. 99. ΙΙ. ἐπὶ ἀγρίου καὶ ὁρμητικοῦ εἴδους ἀετοῦ (ἴδε ἐν λ. [[πύγαργος]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάμπυγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως [[σημείο]] σωματικής δύναμης και ανδρείας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ό [[μελάμπυγος]]<br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν» — [[πραγματικός]] Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] άγριου και ορμητικού αετού<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από [[σένα]] και τά πληρώσεις όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» ([[πρβλ]]. [[καλλίπυγος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπῡγος Medium diacritics: μελάμπυγος Low diacritics: μελάμπυγος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΥΓΟΣ
Transliteration A: melámpygos Transliteration B: melampygos Transliteration C: melampygos Beta Code: mela/mpugos

English (LSJ)

μελάμπυγον,
A black-bottomed, considered a mark of manhood, Eub.61; a name of Heracles, μελάμπυγος τοῖς ἐχθροῖς = a very Heracles to his enemies, Ar.Lys.802 (lyr.), cf. Hdt.7.216: prov., μή τευ μελαμπύγου τύχης = take care not to 'catch a Tartar', Archil.110.
II of a kind of eagle, v. πύγαργος.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzem, schwarzbehaartem Hintern, was als Zeichen besonderer Mannhaftigkeit galt, ἐχθροῖς, Ar. Lys. 802. Vgl. Hesych. u. λευκόπυγος.

Russian (Dvoretsky)

μελάμπῡγος:
1 чернозадый (эпитет Геракла) Luc.;
2 храбрый, нагоняющий страх (τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπῡγος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν, δηλ. δασεῖαν τὴν πυγήν, τριχωτὰ ὀπίσθια, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς σημεῖον ἀνδρείας (πρβλ. λάσιος), Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 2· ὄνομα τοῦ Ἡρακλέους, μ. τοῖς ἐχθροῖς, «σωστὸς Ἡρακλῆς διὰ τοὺς ἐχθρούς», Ἀριστοφ. Λυσ. 802· ἴδε Müller Dor. 2. 12, § 10, Wess. εἰς Ἡρόδ. 7. 216· ἐντεῦθεν τὸ παροιμιακόν, μή τευ μελαμπύγου τύχῃς, πρόσεχε νὰ μή σου τύχῃ κανεὶς μαλλιαρόκωλος, νὰ μὴ εὕρῃς τὸν διάβολόν σου, Ἀρχίλ. 99. ΙΙ. ἐπὶ ἀγρίου καὶ ὁρμητικοῦ εἴδους ἀετοῦ (ἴδε ἐν λ. πύγαργος).

Greek Monolingual

μελάμπυγος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας
2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος
προσωνυμία του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν» — πραγματικός Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, Αριστοφ.)
3. είδος άγριου και ορμητικού αετού
4. παροιμ. «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από σένα και τά πληρώσεις όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος)].