μεταληπτικός: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaliptikos | |Transliteration C=metaliptikos | ||
|Beta Code=metalhptiko/s | |Beta Code=metalhptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μεταληπτική, μεταληπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of partaking of]], c. gen., Porph.''Chr.''39; ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31; <b class="b3">τὸ μ.</b> [[capability of receiving form]], Platonic name for [[ὕλη]], Arist.''Ph.''209b12, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.19.1.<br><span class="bld">II</span> [[reversed]], '[[translated]]', κίνησις Gal.''UP''7.14; [[τάσις]], [[ἔντασις]], Id.10.443, 18(2).506.<br><span class="bld">III</span> [[concerning]] or [[involving]] μετάληψις 11.4. Adv. [[μεταληπτικῶς]] Trypho ''Trop.''5, Heraclit.''All.''26, Sch.Ar.''Pl.''18.<br><span class="bld">2</span> [[involving]] μετάληψις 11.5, προβλήματα Syrian.''in Hermog.''2.153 R.; [[τρόποι]] Aps.p.249 H. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur [[μετάληψις]] gehörig, Gramm. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui peut participer, qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεταληπτός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταληπτικός:''' (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεταληπτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν [[ὄνομα]] τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, [[κίνησις]], [[τάσις]], [[ἔντασις]] Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταληπτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεταλαμβάνω]]<br />αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, [[αντίστροφος]] («μεταληπτική [[κίνησις]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού [[συμμετοχή]], ο [[κοινός]], ο [[μέτοχος]] δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον [[γένος]]..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῦ γένους», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με την [[αντίρρηση]], με την [[ανταπάντηση]]<br /><b>4.</b> ο αναφερόμενος στη [[χρήση]] λέξεων με διαφορετική [[σημασία]], [[αλληγορικός]]. Επιρρ. <i>μεταληπτικῶς</i> (Α)<br />με [[συμμετοχή]], συμμετοχικώς. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
μεταληπτική, μεταληπτικόν,
A capable of partaking of, c. gen., Porph.Chr.39; ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31; τὸ μ. capability of receiving form, Platonic name for ὕλη, Arist.Ph.209b12, Placit.1.19.1.
II reversed, 'translated', κίνησις Gal.UP7.14; τάσις, ἔντασις, Id.10.443, 18(2).506.
III concerning or involving μετάληψις 11.4. Adv. μεταληπτικῶς Trypho Trop.5, Heraclit.All.26, Sch.Ar.Pl.18.
2 involving μετάληψις 11.5, προβλήματα Syrian.in Hermog.2.153 R.; τρόποι Aps.p.249 H.
German (Pape)
[Seite 148] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur μετάληψις gehörig, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut participer, qui participe à, gén..
Étymologie: μεταληπτός.
Russian (Dvoretsky)
μεταληπτικός: (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный.
Greek (Liddell-Scott)
μεταληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ δύναμις τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν ὄνομα τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, κίνησις, τάσις, ἔντασις Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18.
Greek Monolingual
μεταληπτικός, -ή, -όν (ΑM) μεταλαμβάνω
αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο μέτοχος δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον γένος..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῦ γένους», Ευστ.)
3. σχετικός με την αντίρρηση, με την ανταπάντηση
4. ο αναφερόμενος στη χρήση λέξεων με διαφορετική σημασία, αλληγορικός. Επιρρ. μεταληπτικῶς (Α)
με συμμετοχή, συμμετοχικώς.