Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μήλειος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mileios
|Transliteration C=mileios
|Beta Code=mh/leios
|Beta Code=mh/leios
|Definition=ον, also α, ον, (<b class="b3">μῆλον</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">belonging to a sheep</b>, στέαρ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>; κρέα <span class="bibl">Hdt.1.119</span>; <b class="b3">μ. φόνος</b> slaughter <b class="b2">of sheep</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span> 92</span>; γάλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyc.</span>218</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (<b class="b3">μῆλον</b> B) <b class="b2">of the apple</b>, <b class="b3">σπέρματα, στύπος</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>238</span>, <span class="bibl">A.R.4.1401</span>.</span>
|Definition=μήλειον, also α, ον, ([[μῆλον]] A)<br><span class="bld">A</span> of or [[belong]]ing to a [[sheep]], στέαρ Hp.''Nat.Mul.''32; κρέα [[Herodotus|Hdt.]]1.119; <b class="b3">μ. φόνος</b> slaughter [[of sheep]], E.''El.'' 92; γάλα Id.''Cyc.''218.<br><span class="bld">II</span> ([[μῆλον]] B) [[of the apple]], [[σπέρματα]], [[στύπος]], Nic.''Al.''238, A.R.4.1401.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0172.png Seite 172]] 1) von Schaafen; [[γάλα]], Eur. Cycl. 217; [[αἷμα]] μηλείου φόνου, El. 92; τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλείων κρεῶν, Her. 1, 119. – 2) vom Apfelbaum; στύπ ος, Stamm des Apfelbaumes, Ap. Rh. 4, 1401; Nic. Al. 238.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[de mouton]], [[de brebis]].<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''μήλειος:''' [[овечий]] ([[γάλα]] Eur.): μήλεια [[κρέα]] Her. etc. баранина.
}}
{{ls
|lstext='''μήλειος''': -ον, καὶ α, ον, ([[μῆλον]] Α) ὁ ἀνήκων εἰς [[πρόβατον]], πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. [[φόνος]], σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· [[γάλα]] ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. ([[μῆλον]] Β), [[καρπὸς]] ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (Α [[μήλειος]], -ον, θηλ. και -εία)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μηλιά]] ή προέρχεται από [[μηλιά]] («σπέρμασι μηλείοισι», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[κάπνειος]], [[σύκειος]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μήλειος]], -ον, θηλ. και -εία (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρόβατο]] ή προέρχεται από [[πρόβατο]], [[πρόβειος]] («μηλείων [[κρεῶν]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[λύγκειος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μήλειος:''' -ον, επίσης -α, -ον ([[μῆλον]] Α), [[αρνίσιος]], [[κρέας]], σε Ηρόδ.· [[μήλειος]] [[φόνος]], [[σφαγή]] αρνιού, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μήλειος]], ον [μῆλον1]<br />of a [[sheep]], [[κρέα]] Hdt.; μ. [[φόνος]] [[slaughter]] of [[sheep]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of sheep]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πρόβειος]]), ἀπό τό [[μῆλον]] (=[[πρόβατο]]).
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήλειος Medium diacritics: μήλειος Low diacritics: μήλειος Capitals: ΜΗΛΕΙΟΣ
Transliteration A: mḗleios Transliteration B: mēleios Transliteration C: mileios Beta Code: mh/leios

English (LSJ)

μήλειον, also α, ον, (μῆλον A)
A of or belonging to a sheep, στέαρ Hp.Nat.Mul.32; κρέα Hdt.1.119; μ. φόνος slaughter of sheep, E.El. 92; γάλα Id.Cyc.218.
II (μῆλον B) of the apple, σπέρματα, στύπος, Nic.Al.238, A.R.4.1401.

German (Pape)

[Seite 172] 1) von Schaafen; γάλα, Eur. Cycl. 217; αἷμα μηλείου φόνου, El. 92; τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλείων κρεῶν, Her. 1, 119. – 2) vom Apfelbaum; στύπ ος, Stamm des Apfelbaumes, Ap. Rh. 4, 1401; Nic. Al. 238.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mouton, de brebis.
Étymologie: μῆλον¹.

Russian (Dvoretsky)

μήλειος: овечий (γάλα Eur.): μήλεια κρέα Her. etc. баранина.

Greek (Liddell-Scott)

μήλειος: -ον, καὶ α, ον, (μῆλον Α) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. φόνος, σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· γάλα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. (μῆλον Β), καρπὸς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401.

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (Α μήλειος, -ον, θηλ. και -εία)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπνειος, σύκειος)].
(II)
μήλειος, -ον, θηλ. και -εία (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («μηλείων κρεῶν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κατάλ. -ειος (πρβλ. λύγκειος)].

Greek Monotonic

μήλειος: -ον, επίσης -α, -ον (μῆλον Α), αρνίσιος, κρέας, σε Ηρόδ.· μήλειος φόνος, σφαγή αρνιού, σε Ευρ.

Middle Liddell

μήλειος, ον [μῆλον1]
of a sheep, κρέα Hdt.; μ. φόνος slaughter of sheep, Eur.

English (Woodhouse)

of sheep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πρόβειος), ἀπό τό μῆλον (=πρόβατο).