νομοθετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(8)
 
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nomothetikos
|Transliteration C=nomothetikos
|Beta Code=nomoqetiko/s
|Beta Code=nomoqetiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">relating to legislation, legislative</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>657a</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">legislation</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>464c</span>, <span class="bibl">520b</span>, al. Adv. -κῶς <span class="title">Cod.Just.</span>1.4.34.14, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>4.3</span> <span class="title">Intr.</span>, <span class="bibl">Poll.4.26</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of persons, <b class="b2">fitted for</b> or <b class="b2">skilled in legislation</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1180b24</span>; ἄνδρες <span class="bibl">Jul.<span class="title">Caes.</span>320b</span>.</span>
|Definition=νομοθετική, νομοθετικόν,<br><span class="bld">A</span> [[relating to legislation]], [[legislative]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''657a: ἡ [[νομοθετική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[legislation]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 464c, 520b, al. Adv. [[νομοθετικῶς]] ''Cod.Just.''1.4.34.14, Just.''Nov.''4.3 ''Intr.'', Poll.4.26.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[fitted for]] or [[skilled in legislation]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1180b24; ἄνδρες Jul.''Caes.''320b.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[habile à faire des lois]].<br />'''Étymologie:''' [[νομοθέτης]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>das [[Gesetzgeben]] [[betreffend]]</i>; ἡ νομοθετική, <i>die [[Gesetzgebekunst]]</i>, Plat. <i>Polit</i>. 294a, <i>Gorg</i>. 250a; ὁ νομ., <i>der sich auf die [[Gesetzgebung]] versteht, Legg</i>. II.657a, wie Arist. <i>eth</i>. 10.9; Sp., auch im adv.
}}
{{elru
|elrutext='''νομοθετικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[сведущий в законодательстве]] Arst.<br />законодательный Plat.
}}
{{ls
|lstext='''νομοθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομοθέτην ἢ εἰς νομοθεσίαν Πλάτ. Νόμ. 657Α· νομοθετικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464C, 520B, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸ νομοθετεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νομοθετικός]], -ή, -όν) [[νομοθέτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοθέτη ή στη [[νομοθεσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νομοθετικό [[σώμα]]» — εκλεγμένα ή διορισμένα πρόσωπα που έχουν την [[εξουσία]] να θεσπίζουν ή να τροποποιούν νόμους<br />β) «νομοθετικό [[διάταγμα]]» — έγγραφη [[πράξη]] του αρχηγού του κράτους, που [[κατά]] κανόνα προσυπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό ή τον πρωθυπουργό ή από το υπουργικό [[συμβούλιο]] και η οποία ισοδυναμεί με [[τυπικό]] νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ικανός]], [[έμπειρος]] στη [[νομοθεσία]]<br /><b>2.</b> ο [[αρμόδιος]] να νομοθετεί<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η νομοθετική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[νομοθεσία]], η [[θέσπιση]] νόμων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομοθετικώς</i> και -<i>ά</i> (Α νομοθετικῶς)<br />από νομοθετική [[άποψη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νομοθετικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε νομοθέτη ή σε [[νομοθεσία]], σε Πλάτ.· <i>ἡ νομοθετική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[νομοθεσία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσ., αυτός που είναι [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]] να νομοθετεί, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νομοθετικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> of or for a lawgiver or [[legislation]], Plat.: ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ [[legislation]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> of persons, fitted for [[legislation]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοθετικός Medium diacritics: νομοθετικός Low diacritics: νομοθετικός Capitals: ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nomothetikós Transliteration B: nomothetikos Transliteration C: nomothetikos Beta Code: nomoqetiko/s

English (LSJ)

νομοθετική, νομοθετικόν,
A relating to legislation, legislative, Pl.Lg.657a: ἡ νομοθετική (sc. τέχνη) legislation, Pl.Grg. 464c, 520b, al. Adv. νομοθετικῶς Cod.Just.1.4.34.14, Just.Nov.4.3 Intr., Poll.4.26.
II of persons, fitted for or skilled in legislation, Arist.EN1180b24; ἄνδρες Jul.Caes.320b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à faire des lois.
Étymologie: νομοθέτης.

German (Pape)

ή, όν, das Gesetzgeben betreffend; ἡ νομοθετική, die Gesetzgebekunst, Plat. Polit. 294a, Gorg. 250a; ὁ νομ., der sich auf die Gesetzgebung versteht, Legg. II.657a, wie Arist. eth. 10.9; Sp., auch im adv.

Russian (Dvoretsky)

νομοθετικός: IIсведущий в законодательстве Arst.
законодательный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

νομοθετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομοθέτην ἢ εἰς νομοθεσίαν Πλάτ. Νόμ. 657Α· ἡ νομοθετικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464C, 520B, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἁρμόδιος εἰς τὸ νομοθετεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 17.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νομοθετικός, -ή, -όν) νομοθέτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοθέτη ή στη νομοθεσία
νεοελλ.
φρ. α) «νομοθετικό σώμα» — εκλεγμένα ή διορισμένα πρόσωπα που έχουν την εξουσία να θεσπίζουν ή να τροποποιούν νόμους
β) «νομοθετικό διάταγμα» — έγγραφη πράξη του αρχηγού του κράτους, που κατά κανόνα προσυπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό ή τον πρωθυπουργό ή από το υπουργικό συμβούλιο και η οποία ισοδυναμεί με τυπικό νόμο
αρχ.
1. (για πρόσ.) ικανός, έμπειρος στη νομοθεσία
2. ο αρμόδιος να νομοθετεί
3. το θηλ. ως ουσ. η νομοθετική
(ενν. τέχνη) η νομοθεσία, η θέσπιση νόμων.
επίρρ...
νομοθετικώς και -ά (Α νομοθετικῶς)
από νομοθετική άποψη.

Greek Monotonic

νομοθετικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε νομοθέτη ή σε νομοθεσία, σε Πλάτ.· ἡ νομοθετική (ενν. τέχνη), νομοθεσία, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσ., αυτός που είναι κατάλληλος, αρμόδιος να νομοθετεί, σε Αριστ.

Middle Liddell

νομοθετικός, ή, όν
I. of or for a lawgiver or legislation, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ legislation, Plat.
II. of persons, fitted for legislation, Arist.