ξέσμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksesma
|Transliteration C=ksesma
|Beta Code=ce/sma
|Beta Code=ce/sma
|Definition=ατος, τό, (ξέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is smoothed</b> or <b class="b2">carved</b>: hence, = [[ξόανον]], <span class="title">AP</span>9.328 (pl., Damostr.); v. l. for <b class="b3">ξῦσμα</b> in Dsc.2.134. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">abrasion</b>, in pl., <span class="bibl">Jul. <span class="title">Caes.</span>309c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> pl., <b class="b2">shavings, filings</b>, M. Ant.<span class="bibl">8.50</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.129</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[ξέω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is smoothed]] or [[carved]]: hence, = [[ξόανον]], ''AP''9.328 (pl., Damostr.); [[varia lectio|v.l.]] for [[ξῦσμα]] in Dsc.2.134.<br><span class="bld">II</span> [[abrasion]], in plural, Jul. ''Caes.''309c.<br><span class="bld">III</span> pl., [[shavings]], [[filings]], M. Ant.8.50, S.E.''P.''1.129.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. [[ξόανον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξέσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[оскребок]], [[стружка]] ([[ξέσματα]] κέρατος Sext.);<br /><b class="num">2</b> вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth.
}}
{{ls
|lstext='''ξέσμα''': τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· [[ἐντεῦθεν]] = [[ξόανον]], Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, [[ἀπόξυσμα]], τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ξέσμα]])<br />αυτό που αφαιρείται με [[απόξεση]], με [[ξύσιμο]], [[ξύσμα]], [[απόξεσμα]], [[περίτριμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του ξέω, αυτό που λειάνθηκε<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξόανον]]»<br /><b>3.</b> [[αμυχή]], [[χαραγή]]<br /><b>4.</b> η [[λιθογλυφία]]<br /><b>5.</b> [[απόξεση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οργή]], [[ερεθισμός]]<br />β) [[πρόκληση]], προκλητική, ερεθιστική [[συμπεριφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξεσ</i>- του <i>ξέω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξεσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξέσμα:''' -ατος, τό ([[ξέω]]), = [[ξόανον]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ξέσμα]], ατος, τό, [ξέω] = [[ξόανον]], Anth.]
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξέσμα Medium diacritics: ξέσμα Low diacritics: ξέσμα Capitals: ΞΕΣΜΑ
Transliteration A: xésma Transliteration B: xesma Transliteration C: ksesma Beta Code: ce/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ξέω)
A that which is smoothed or carved: hence, = ξόανον, AP9.328 (pl., Damostr.); v.l. for ξῦσμα in Dsc.2.134.
II abrasion, in plural, Jul. Caes.309c.
III pl., shavings, filings, M. Ant.8.50, S.E.P.1.129.

German (Pape)

[Seite 278] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.

Russian (Dvoretsky)

ξέσμα: ατος τό
1 оскребок, стружка (ξέσματα κέρατος Sext.);
2 вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ξέσμα: τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· ἐντεῦθεν = ξόανον, Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, ἀπόξυσμα, τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50.

Greek Monolingual

το (Α ξέσμα)
αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του ξέω, αυτό που λειάνθηκε
2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον»
3. αμυχή, χαραγή
4. η λιθογλυφία
5. απόξεση
6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός
β) πρόκληση, προκλητική, ερεθιστική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

ξέσμα: -ατος, τό (ξέω), = ξόανον, σε Ανθ.

Middle Liddell

ξέσμα, ατος, τό, [ξέω] = ξόανον, Anth.]