οἰνοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinoplithis
|Transliteration C=oinoplithis
|Beta Code=oi)noplhqh/s
|Beta Code=oi)noplhqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">abounding in wine</b>, Συρίη <span class="bibl">Od.15.406</span>.</span>
|Definition=οἰνοπληθές, [[abounding in wine]], Συρίη Od.15.406.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[abondant en vin]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[πλῆθος]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>voll Weines, [[weinreich]]</i>; [[Συρίη]] <i>Od</i>. 15.406; sp.D.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοπληθής:''' [[изобилующий вином]] ([[Συρίη]] Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''οἰνοπληθής''': -ές, [[πλήρης]] οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον [[οἶνον]], Συρίη Ὀδ. Ο. 406.
}}
{{Autenrieth
|auten=abounding in [[wine]], Od. 15.406†.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰνοπληθής]], -ές (ΑΜ)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο [[κρασί]], [[πλούσιος]] σε [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[αστεροπληθής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοπληθής:''' -ές ([[πλήθω]]), [[άφθονος]] σε [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰνο-πληθής, ές [[πλήθω]]<br />abounding in [[wine]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπληθής Medium diacritics: οἰνοπληθής Low diacritics: οινοπληθής Capitals: ΟΙΝΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: oinoplēthḗs Transliteration B: oinoplēthēs Transliteration C: oinoplithis Beta Code: oi)noplhqh/s

English (LSJ)

οἰνοπληθές, abounding in wine, Συρίη Od.15.406.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
abondant en vin.
Étymologie: οἶνος, πλῆθος.

German (Pape)

ές, voll Weines, weinreich; Συρίη Od. 15.406; sp.D.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοπληθής: изобилующий вином (Συρίη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπληθής: -ές, πλήρης οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον οἶνον, Συρίη Ὀδ. Ο. 406.

English (Autenrieth)

abounding in wine, Od. 15.406†.

Greek Monolingual

οἰνοπληθής, -ές (ΑΜ)
(για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστεροπληθής].

Greek Monotonic

οἰνοπληθής: -ές (πλήθω), άφθονος σε κρασί, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

οἰνο-πληθής, ές πλήθω
abounding in wine, Od.