λήιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source
(Autenrieth)
(CSV import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[crop]], [[grain]] [[still]] [[standing]] in the [[field]], [[field]] of [[grain]].
|auten=[[crop]], [[grain]] [[still]] [[standing]] in the [[field]], [[field]] of [[grain]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λήϊον]], δωρ. τ. λᾷιον και λαῖον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αθέριστοι καρποί του αγρού, [[χωράφι]] [[πριν]] από τον θερισμό, [[σπαρτά]] στην [[ακμή]] τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ [[λήϊον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]]<br /><b>3.</b> η [[λεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱFιον</i> «[[κέρδος]], [[προϊόν]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα [[απολαύω]] και [[λεία]] (ιων. τ. [[ληΐη]])].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λήιον]], δοριξ [[λαῖον]], ου, τό,<br /><b class="num">1.</b> a [[crop]], Lat. [[seges]], ὡς δ' ὅτε κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήιον]] Il.; so Hes., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[corn]]-[[field]], [[field]], Theocr., Babr.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=ἀθέριστο χωράφι). Ἀπό ρίζα λαϝ- τοῦ [[ἀπολαύω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 14 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

λήιον: Δωρ. λαῖονλᾷον, τό, χωράφιον πρὸ τοῦ θερισμοῦ, σπαρτὰ ἐν ἀκμῇ θερισμοῦ, ὡς δ’ ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήιον Ἰλ. Β. 147, κάλλ.· οὕτω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 288, Ἡρόδ. 1. 19, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 8· τοῦ σίτου τὸ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· λ. σίτου βαθὺ Ἀρρ. Ἀν. 1. 4, 1· λήιά τε σταχύων Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1046. 69. 2) παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς ὡσαύτως ἐπὶ ἀγροῦ ἐσπαρμένου μὲ σῖτον, Θεόκρ. 10. 42 (ἐν τῷ Δωρ. τύπ. λαῖον)· ληίου κόμη Βαβρ. 83. 3.

English (Autenrieth)

crop, grain still standing in the field, field of grain.

Greek Monolingual

λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῖον, τὸ (Α)
1. αθέριστοι καρποί του αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.)
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι
3. η λεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον «κέρδος, προϊόν». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα απολαύω και λεία (ιων. τ. ληΐη)].

Middle Liddell

λήιον, δοριξ λαῖον, ου, τό,
1. a crop, Lat. seges, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήιον Il.; so Hes., Hdt.
2. a corn-field, field, Theocr., Babr.

Mantoulidis Etymological

τό (=ἀθέριστο χωράφι). Ἀπό ρίζα λαϝ- τοῦ ἀπολαύω.