τετραφάληρος: Difference between revisions

(Autenrieth)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τετρᾰφάληρος
|Full diacritics=τετρᾰφᾰ́ληρος
|Medium diacritics=τετραφάληρος
|Medium diacritics=τετραφάληρος
|Low diacritics=τετραφάληρος
|Low diacritics=τετραφάληρος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrafaliros
|Transliteration C=tetrafaliros
|Beta Code=tetrafa/lhros
|Beta Code=tetrafa/lhros
|Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with four bosses</b> (<b class="b3">φάλαρα</b>, cf. Lat. <b class="b2">phalerae</b>), κυνέη <span class="bibl">Il.5.743</span>, <span class="bibl">11.41</span>.</span>
|Definition=[φᾰ], ον, [[with four bosses]] ([[φάλαρα]], cf. Lat. [[phalerae]]), [[κυνέη]] Il.5.743, 11.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] [[κυνέη]], Il. 5, 743. 11, 41, neben [[ἀμφίφαλος]], nach der gew. Ableitung = [[τετράφαλος]], wogegen die Vrbdg mit [[ἀμφίφαλος]] zu sein scheint; Buttm. Lexil. II p. 247 nimmt ein besonderes mit [[φάλος]] verwandtes Stammwort [[φάληρος]] an, das entweder den Helmbusch selbst bezeichnet, od. ein Beiwort desselben ist, also = mit vier Helmbüschen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] [[κυνέη]], Il. 5, 743. 11, 41, neben [[ἀμφίφαλος]], nach der gew. Ableitung = [[τετράφαλος]], wogegen die Vrbdg mit [[ἀμφίφαλος]] zu sein scheint; Buttm. Lexil. II p. 247 nimmt ein besonderes mit [[φάλος]] verwandtes Stammwort [[φάληρος]] an, das entweder den Helmbusch selbst bezeichnet, od. ein Beiwort desselben ist, also = mit vier Helmbüschen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τετράφαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰφάληρος:''' Hom. = [[τετράφαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰφάληρος''': [ᾰ], -ον, ἐπὶ περικεφαλαίας ἐν Ἰλ. Ε. 743., Λ. 41, κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[τετράφαλος]]· - [[εἶναι]] [[ὅμως]] [[ὕποπτος]] ἡ τοιαύτη [[ἐκδοχή]], [[διότι]] ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις προστίθεται ὁ προσδιορισμὸς [[ἀμφίφαλος]]· [[ὅθεν]] τοῦ Butmann ἡ γνώμη (Λεξίλ. ἐν λέξ. [[φάλος]] 9) καθίσταται [[λίαν]] πιθανή, ὅτε δηλ. τὸ β΄ [[μέρος]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φάληρος ἢ -ρον ([[λέξις]] [[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει ἀλλ’ ὑποτιθεμένη ἐν τῷ ῥηματικῷ τύπῳ [[φαληριάω]]), [[λόφος]], [[λόφιον]], [[ὥστε]] [[τετραφάληρος]] θὰ σημαίνῃ τὴν ἔχουσαν τέσσαρας λόφους περικεφαλαίαν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τετραφάληρον· τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἧλοι λαμπροὶ περὶ τὸ [[μέτωπον]] τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι».
|lstext='''τετρᾰφάληρος''': [ᾰ], -ον, ἐπὶ περικεφαλαίας ἐν Ἰλ. Ε. 743., Λ. 41, κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[τετράφαλος]]· - [[εἶναι]] [[ὅμως]] [[ὕποπτος]] ἡ τοιαύτη [[ἐκδοχή]], [[διότι]] ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις προστίθεται ὁ προσδιορισμὸς [[ἀμφίφαλος]]· [[ὅθεν]] τοῦ Butmann ἡ γνώμη (Λεξίλ. ἐν λέξ. [[φάλος]] 9) καθίσταται [[λίαν]] πιθανή, ὅτε δηλ. τὸ β΄ [[μέρος]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φάληρος ἢ -ρον ([[λέξις]] [[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει ἀλλ’ ὑποτιθεμένη ἐν τῷ ῥηματικῷ τύπῳ [[φαληριάω]]), [[λόφος]], [[λόφιον]], [[ὥστε]] [[τετραφάληρος]] θὰ σημαίνῃ τὴν ἔχουσαν τέσσαρας λόφους περικεφαλαίαν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τετραφάληρον· τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἧλοι λαμπροὶ περὶ τὸ [[μέτωπον]] τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τετράφαλος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[with]] [[four]]-[[fold]] [[crest]], [[κυνέη]]. (Il.) (See [[cut]] [[under]] [[αὐλῶπις]].)
|auten=[[with]] [[four]]-[[fold]] [[crest]], [[κυνέη]]. (Il.) (See [[cut]] [[under]] [[αὐλῶπις]].)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για την [[περικεφαλαία]]) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον<br />τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ [[μέτωπον]] τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φάλ</i>-<i>ηρ</i>-<i>ος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάλος]] «[[εξάρτημα]] της περικεφαλαίας» <span style="color: red;">+</span> [[ένθημα]] -<i>ηρ</i>-, που ανάγεται [[είτε]] σε -<i>ē</i><i>r</i>- [[είτε]] σε -<i>r</i>- / -<i>ăρ</i>- [<b>βλ. λ.</b> <i>φάλ</i>-<i>ăρ</i>-<i>α</i>] με [[μετρική]] [[έκταση]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετρᾰφάληρος:''' [ᾰ], -ον, επίθ. της περικεφαλαίας, πιθ. με [[τέσσερις]] κορυφές ή λοφία, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰ-˘[[φάληρος]], ον,<br />[[epithet]] of a [[helmet]], prob. with [[four]] crests or plumes, Il.
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 3 October 2022

English (LSJ)

[φᾰ], ον, with four bosses (φάλαρα, cf. Lat. phalerae), κυνέη Il.5.743, 11.41.

German (Pape)

[Seite 1099] κυνέη, Il. 5, 743. 11, 41, neben ἀμφίφαλος, nach der gew. Ableitung = τετράφαλος, wogegen die Vrbdg mit ἀμφίφαλος zu sein scheint; Buttm. Lexil. II p. 247 nimmt ein besonderes mit φάλος verwandtes Stammwort φάληρος an, das entweder den Helmbusch selbst bezeichnet, od. ein Beiwort desselben ist, also = mit vier Helmbüschen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τετράφαλος.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰφάληρος: Hom. = τετράφαλος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰφάληρος: [ᾰ], -ον, ἐπὶ περικεφαλαίας ἐν Ἰλ. Ε. 743., Λ. 41, κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ τετράφαλος· - εἶναι ὅμως ὕποπτος ἡ τοιαύτη ἐκδοχή, διότι ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις προστίθεται ὁ προσδιορισμὸς ἀμφίφαλος· ὅθεν τοῦ Butmann ἡ γνώμη (Λεξίλ. ἐν λέξ. φάλος 9) καθίσταται λίαν πιθανή, ὅτε δηλ. τὸ β΄ μέρος τῆς λέξεως εἶναι φάληρος ἢ -ρον (λέξις οὐδαμοῦ ἐν χρήσει ἀλλ’ ὑποτιθεμένη ἐν τῷ ῥηματικῷ τύπῳ φαληριάω), λόφος, λόφιον, ὥστε τετραφάληρος θὰ σημαίνῃ τὴν ἔχουσαν τέσσαρας λόφους περικεφαλαίαν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τετραφάληρον· τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἧλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι».

English (Autenrieth)

with four-fold crest, κυνέη. (Il.) (See cut under αὐλῶπις.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον
τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φάλ-ηρ-ος (< φάλος «εξάρτημα της περικεφαλαίας» + ένθημα -ηρ-, που ανάγεται είτε σε -ēr- είτε σε -r- / -ăρ- [βλ. λ. φάλ-ăρ-α] με μετρική έκταση)].

Greek Monotonic

τετρᾰφάληρος: [ᾰ], -ον, επίθ. της περικεφαλαίας, πιθ. με τέσσερις κορυφές ή λοφία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τετρᾰ-˘φάληρος, ον,
epithet of a helmet, prob. with four crests or plumes, Il.