πεντηκόνταρχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentikontarchos
|Transliteration C=pentikontarchos
|Beta Code=penthko/ntarxos
|Beta Code=penthko/ntarxos
|Definition=ὁ, at Athens, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">commander of fifty men</b>, serving under the <b class="b3">τριήραρχος</b>, <span class="bibl">X. <span class="title">Ath.</span> 1.2</span>, <span class="bibl">D.50.18</span>, 19, 24 (wrongly expld. by Harp. as <b class="b2">commander of a</b> <b class="b3">πεντηκόντερος</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">leader of a company of fifty</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span> 18.21</span>, <span class="bibl">4</span> <span class="title">Ki.</span>1.9.</span>
|Definition=ὁ, at Athens,<br><span class="bld">A</span> [[commander of fifty men]], serving under the [[τριήραρχος]], X. ''Ath.'' 1.2, D.50.18, 19, 24 (wrongly expld. by Harp. as [[commander]] of a [[πεντηκόντερος]]).<br><span class="bld">2</span> generally, [[leader of a company of fifty]], [[LXX]] ''Ex.'' 18.21, 4 ''Ki.''1.9.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0558.png Seite 558]] ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines [[πεντηκόντορος]], Xen. Ath. 1, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>litt.</i> commandant de cinquante hommes ; <i>particul.</i> officier d'administration qui suppléait le triérarque pour l'administration ; commandant en second sur une galère.<br />'''Étymologie:''' [[πεντήκοντα]], [[ἄρχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεντηκόνταρχος:''' ὁ [[пентеконтарх]], [[начальник отряда в пятьдесят человек]] (преимущ. гребцов) Dem., Xen.
}}
{{ls
|lstext='''πεντηκόνταρχος''': ὁ, ὁ [[διοικητής]], σώματος ἐκ [[πεντήκοντα]] ἀνδρῶν, [[ἀξιωματικός]] τις ὑπὸ τὸν τριήραρχον, Δημ. 1212. 6, καὶ 20., 1214. 13· καὶ αὕτη πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. ἐν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 2. ― ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει «[[πεντηκόνταρχος]]: ὁ τῆς πεντηκοντόρου ἄρχων, ὡς δηλοῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, ὅτι δὲ [[πεντηκόντορος]] ἐκαλεῖτο ἡ [[ναῦς]] ἡ ὑπὸ [[πεντήκοντα]] ἐρεσσομένη πρόδηλον»· ἀλλ’ ἴδε Böckh Inscr. Nav. σ. 120.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(στην αρχαία Αθήνα) ο [[πέμπτος]] στην [[ιεραρχία]] [[αξιωματικός]] πολεμικού πλοίου ο [[οποίος]] διοικούσε [[σώμα]] από [[πενήντα]] άνδρες και βοηθούσε τον τριήραρχο στην [[επιτέλεση]] του έργου του<br /><b>αρχ.</b><br />[[διοικητής]], [[αρχηγός]] στρατιωτικού σώματος [[πενήντα]] [[ανδρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεντηκόνταρχος:''' ὁ, ο [[αρχηγός]] [[πενήντα]] αντρών, σε Ξεν., Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεντηκόντ-αρχος, ὁ,<br />the [[commander]] of [[fifty]] men, Xen., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκόνταρχος Medium diacritics: πεντηκόνταρχος Low diacritics: πεντηκόνταρχος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: pentēkóntarchos Transliteration B: pentēkontarchos Transliteration C: pentikontarchos Beta Code: penthko/ntarxos

English (LSJ)

ὁ, at Athens,
A commander of fifty men, serving under the τριήραρχος, X. Ath. 1.2, D.50.18, 19, 24 (wrongly expld. by Harp. as commander of a πεντηκόντερος).
2 generally, leader of a company of fifty, LXX Ex. 18.21, 4 Ki.1.9.

German (Pape)

[Seite 558] ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines πεντηκόντορος, Xen. Ath. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. commandant de cinquante hommes ; particul. officier d'administration qui suppléait le triérarque pour l'administration ; commandant en second sur une galère.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκόνταρχος:пентеконтарх, начальник отряда в пятьдесят человек (преимущ. гребцов) Dem., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκόνταρχος: ὁ, ὁ διοικητής, σώματος ἐκ πεντήκοντα ἀνδρῶν, ἀξιωματικός τις ὑπὸ τὸν τριήραρχον, Δημ. 1212. 6, καὶ 20., 1214. 13· καὶ αὕτη πρέπει νὰ εἶναισημασία τῆς λέξ. ἐν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 2. ― ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει «πεντηκόνταρχος: ὁ τῆς πεντηκοντόρου ἄρχων, ὡς δηλοῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, ὅτι δὲ πεντηκόντορος ἐκαλεῖτο ἡ ναῦς ἡ ὑπὸ πεντήκοντα ἐρεσσομένη πρόδηλον»· ἀλλ’ ἴδε Böckh Inscr. Nav. σ. 120.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχαία Αθήνα) ο πέμπτος στην ιεραρχία αξιωματικός πολεμικού πλοίου ο οποίος διοικούσε σώμα από πενήντα άνδρες και βοηθούσε τον τριήραρχο στην επιτέλεση του έργου του
αρχ.
διοικητής, αρχηγός στρατιωτικού σώματος πενήντα ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -αρχος].

Greek Monotonic

πεντηκόνταρχος: ὁ, ο αρχηγός πενήντα αντρών, σε Ξεν., Δημ.

Middle Liddell

πεντηκόντ-αρχος, ὁ,
the commander of fifty men, Xen., Dem.