περάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=περάσιμος
|Full diacritics=περᾱ́σιμος
|Medium diacritics=περάσιμος
|Medium diacritics=περάσιμος
|Low diacritics=περάσιμος
|Low diacritics=περάσιμος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perasimos
|Transliteration C=perasimos
|Beta Code=pera/simos
|Beta Code=pera/simos
|Definition=[ᾱ], ον, (<b class="b3">περάω</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that may be crossed, passable</b>, <b class="b3">ἀὴρ ἀετῷ π</b>. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1047</span>; ποταμοί <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.9.4</span>, cf. <span class="bibl">Scymn.818</span>, <span class="bibl">Str.7.4.1</span>; ᾗ μάλιστα π. ἦν [τὸ ῥεῦμα] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>27</span>; <b class="b3">θαλάσσας . . π. μόχθον</b> the labour <b class="b2">of crossing</b> the sea, <span class="title">Hymn.Is.</span>35.</span>
|Definition=[ᾱ], ον, ([[περάω]] A) [[that may be crossed]], [[passable]], <b class="b3">ἀὴρ ἀετῷ π.</b> E.''Fr.''1047; ποταμοί Arr.''An.''5.9.4, cf. Scymn.818, Str.7.4.1; ᾗ μάλιστα π. ἦν [τὸ ῥεῦμα] Plu.''Luc.''27; <b class="b3">θαλάσσας… π. μόχθον</b> the labour [[of crossing]] the sea, ''Hymn.Is.''35.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] worüber man fahren, übersetzen kann; ποταμοί, Arr. An. 5, 9, 8; ῥεῦμα, Plut. Luc. 27.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on peut traverser]], [[guéable]].<br />'''Étymologie:''' [[περάω]]¹.
}}
{{elnl
|elnltext=περάσιμος -ον [περάω] [[doorwaadbaar]].
}}
{{elru
|elrutext='''περάσιμος:''' (ᾱ) могущий быть перейденным, доступный для переправы, проходимый (τὸ ρεῦμα Plut.; [[ἅπας]] ἀὴρ αἰετῷ π. Eur.).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[πέρασις]]<br /><b>1.</b> αυτός [[μέσα]] από τον οποίο μπορεί να περάσει [[κάποιος]], ο [[διαβατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[διάβαση]], στο [[πέρασμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περάσιμος:''' [ᾱ], -ον ([[περάω]]), [[διαβατός]], σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''περάσιμος''': [ᾱ], -ον, ([[περάω]]) ὃν δύναταί τις νὰ περάσῃ, [[διαβατός]], ἀὴρ... ἀετῷ π. Εὐρ. Ἀποσπ. 1034· ποταμὸς Ἀρρ. Ἀν. 5. 9· ᾗ [τὸ [[ῥεῦμα]]] Πλουτ. Λούκουλλ. 27· θαλάσσας..π. μόχθον, τὸν μόχθον τῆς διαβάσεως τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 35.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περά¯σιμος, ον, [[περάω]]<br />[[passable]], Plut.
}}
{{trml
|trtx====[[passable]]===
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: [[passierbar]]; Greek: [[διαβατός]]; Ancient Greek: [[ἀμεύσιμος]], [[βάσιμος]], [[βατός]], [[διαβατός]], [[ἐμβατός]], [[εὔβατος]], [[εὔπορος]], [[ἰτός]], [[ὁδεύσιμος]], [[ὁδοιπόριστος]], [[ὁδωτός]], [[περάσιμος]], [[πορεύσιμος]], [[πορευτός]], [[πόριμος]], [[πρακτός]]; Italian: [[passabile]]; Latin: [[pervius]]; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περᾱ́σιμος Medium diacritics: περάσιμος Low diacritics: περάσιμος Capitals: ΠΕΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: perásimos Transliteration B: perasimos Transliteration C: perasimos Beta Code: pera/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, (περάω A) that may be crossed, passable, ἀὴρ ἀετῷ π. E.Fr.1047; ποταμοί Arr.An.5.9.4, cf. Scymn.818, Str.7.4.1; ᾗ μάλιστα π. ἦν [τὸ ῥεῦμα] Plu.Luc.27; θαλάσσας… π. μόχθον the labour of crossing the sea, Hymn.Is.35.

German (Pape)

[Seite 563] worüber man fahren, übersetzen kann; ποταμοί, Arr. An. 5, 9, 8; ῥεῦμα, Plut. Luc. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on peut traverser, guéable.
Étymologie: περάω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περάσιμος -ον [περάω] doorwaadbaar.

Russian (Dvoretsky)

περάσιμος: (ᾱ) могущий быть перейденным, доступный для переправы, проходимый (τὸ ρεῦμα Plut.; ἅπας ἀὴρ αἰετῷ π. Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α πέρασις
1. αυτός μέσα από τον οποίο μπορεί να περάσει κάποιος, ο διαβατός
2. αυτός που αναφέρεται στη διάβαση, στο πέρασμα.

Greek Monotonic

περάσιμος: [ᾱ], -ον (περάω), διαβατός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περάσιμος: [ᾱ], -ον, (περάω) ὃν δύναταί τις νὰ περάσῃ, διαβατός, ἀὴρ... ἀετῷ π. Εὐρ. Ἀποσπ. 1034· ποταμὸς Ἀρρ. Ἀν. 5. 9· ᾗ [τὸ ῥεῦμα] Πλουτ. Λούκουλλ. 27· θαλάσσας..π. μόχθον, τὸν μόχθον τῆς διαβάσεως τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 35.

Middle Liddell

περά¯σιμος, ον, περάω
passable, Plut.

Translations

passable

Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny