πυδαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(10)
 
m (Text replacement - " :" to ":")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pydarizo
|Transliteration C=pydarizo
|Beta Code=pudari/zw
|Beta Code=pudari/zw
|Definition=( πυδαλ- Suid.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dance the fling</b>, ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη πυδαρίζειν <span class="title">App.Prov.</span>4.25: hence ἀποπῡδᾰρίζειν <b class="b3">μόθωνα</b> <b class="b2">kick up</b> (i.e. dance) <b class="b2">a</b> <b class="b3">μόθων</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>697</span>: διαπῡδᾰρίζει (<b class="b3">-πονδ-</b> cod.),= <b class="b3">διαναβάλλεται, διαναρρίπτεται</b>, <span class="title">Com.Adesp.</span>977. (Falsely expld. as Aeol. for <b class="b3">Ποδαρίζω</b> (from <b class="b3">πούς</b>) or from <b class="b3">*πυγαρίζω</b> (from <b class="b3">πυγή</b>) by Irenaeus ap. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>696.2</span> = Sch.Ar.l.c.): hence πῡδᾰρισμός, ὁ,= <b class="b3">δυσχέρεια</b>, Zonar.</span>
|Definition=([[πυδαλίζω]] Suid.), [[dance the fling]], ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη [[πυδαρίζειν]] App.Prov.4.25: hence [[ἀποπυδαρίζω|ἀποπυδαρίζειν]] [[μόθων]]α [[kick up]] (i.e. [[dance]]) a [[μόθων]], Ar.Eq.697: [[διαπυδαρίζω|διαπῡδᾰρίζει]] (-πονδ- cod.),= [[διαναβάλλομαι|διαναβάλλεται]], [[διαναρρίπτει|διαναρρίπτεται]], Com.Adesp.977. (Falsely expld. as Aeol. for [[ποδαρίζω]] (from [[πούς]]) or from *πυγαρίζω (from [[πυγή]]) by Irenaeus ap. EM696.2 = Sch.Ar.l.c.): hence [[πυδαρισμός]], ὁ = [[δυσχέρεια]], Zonar.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0814.png Seite 814]] hüpfen, tanzen, springen, vgl. [[ἀποπυδαρίζω]]. Die VLL. führen noch als Nebenform [[πυγαρίζω]] u. πυνδαλίζω an; nach dem E. M von [[πούς]], für [[ποδαρίζω]]; die Form [[πυγαρίζω]] führt auf [[πυγή]], springen, so daß man mit der Ferse an den Hintern schlägt, s. [[πυγή]].
}}
{{ls
|lstext='''πῡδᾰρίζω''': χοροπηδῶ κτυπῶν διὰ τῶν ποδῶν τὰ ὀπίσθιά μου (πρβλ. πυγὴ Ι. 1), ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη πυδαρίζειν Παροιμιογρ.· - [[ὅθεν]], ἀποπυδαρίζειν μόθωνα, ὀρχοῦμαι τὸν μόθωνα, Λακωνικὸν χορόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 697· [[διαπυδαρίζω]], Κωμικ. Ἀνώμ. 118. ([[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 696. 2, Αἰολικ. ἀντὶ [[ποδαρίζω]] (ἐκ τοῦ [[πούς]]), πρβλ. Λατιν. tripudium· ἄλλοι θεωροῦσι τὸν τύπον [[πυγαρίζω]] (ἐκ τοῦ πυγὴ) ὡς τὸν ἀληθῆ τύπον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)·
}}
{{grml
|mltxt=και, [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], πυδαλίζω Α<br />[[χοροπηδώ]] χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. <i>pudeo</i> «αισχύνομαι», το ρ. [[σπεύδω]] και το λιθουαν. <i>spaudžiu</i> «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]]». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρ. από τους Αρχαίους με τη λ. [[πούς]] ή τη λ. [[πυγή]] οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: to [[fling with the foot]], [[hoof]] (App. Prov.), after EM = [[λακτίζειν]], after H. = <b class="b3">τὸ μη ἀνέχεσθαί τινος</b>, [[ἀλλ]]' [[ἀποπηδᾶν]], [[χαλεπαίνειν]]; with <b class="b3">ἀπο-</b> (Ar. Eq. 697), <b class="b3">δια-</b>(Com. Adesp.), both with [[υ]] (metr. condit?).<br />Other forms: <b class="b3">πυδαλίζω</b> Suid.<br />Derivatives: [[πυδαρισμός]] = [[δυσχέρεια]] (Zon.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Popular-expressive formation in <b class="b3">πυδαρίζω</b> (<b class="b3">πυδαλίζω</b>); further isolated. Grošelj Živa Ant. 3, 205 compares Lat. [[pudet]] (prop. [[strikes down]], [[is struck down]] ?), Gr. [[σπεύδω]] and Lith. <b class="b2">spáudžiu</b>, <b class="b2">spáusti</b> [[press]]. Cf. W.-Hofmann s. [[tripudium]] w. lit.
}}
{{FriskDe
|ftr='''πυδαρίζω''': {pudarízō}<br />'''Forms''': (-αλίζω Suid.)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[mit dem Fuß]], [[dem Huf ausschlagen]] (''App''. ''Prov''.), nach ''EM'' = λακτίζειν, nach H. = τὸ μὴ ἀνέχεσθαί τινος, ἀλλ’ ἀποπηδᾶν, χαλεπαίνειν; mit ἀπο- (Ar. ''Eq''. 697), δια-(''Kom''. ''Adesp''.), beide mit υ (metr. bedingt?); davon πυδαρισμός = [[δυσχέρεια]] (Zon.).<br />'''Etymology''': Volkstümlichexpressive Bildung auf -αρίζω (-αλίζω); sonst isoliert. Grošelj Živa Ant. 3, 205 vergleicht lat. ''pudet'' (eig. [[schlägt nieder]], [[ist niedergeschlagen]] ?), gr. [[σπεύδω]] und lit. ''spáudžiu'', ''spáusti'' [[drücken]], [[pressen]]. Vgl. noch W.-Hofmann s. ''tripudium'' m. Lit.<br />'''Page''' 2,620
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡδᾰρίζω Medium diacritics: πυδαρίζω Low diacritics: πυδαρίζω Capitals: ΠΥΔΑΡΙΖΩ
Transliteration A: pydarízō Transliteration B: pydarizō Transliteration C: pydarizo Beta Code: pudari/zw

English (LSJ)

(πυδαλίζω Suid.), dance the fling, ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη πυδαρίζειν App.Prov.4.25: hence ἀποπυδαρίζειν μόθωνα kick up (i.e. dance) a μόθων, Ar.Eq.697: διαπῡδᾰρίζει (-πονδ- cod.),= διαναβάλλεται, διαναρρίπτεται, Com.Adesp.977. (Falsely expld. as Aeol. for ποδαρίζω (from πούς) or from *πυγαρίζω (from πυγή) by Irenaeus ap. EM696.2 = Sch.Ar.l.c.): hence πυδαρισμός, ὁ = δυσχέρεια, Zonar.

German (Pape)

[Seite 814] hüpfen, tanzen, springen, vgl. ἀποπυδαρίζω. Die VLL. führen noch als Nebenform πυγαρίζω u. πυνδαλίζω an; nach dem E. M von πούς, für ποδαρίζω; die Form πυγαρίζω führt auf πυγή, springen, so daß man mit der Ferse an den Hintern schlägt, s. πυγή.

Greek (Liddell-Scott)

πῡδᾰρίζω: χοροπηδῶ κτυπῶν διὰ τῶν ποδῶν τὰ ὀπίσθιά μου (πρβλ. πυγὴ Ι. 1), ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη πυδαρίζειν Παροιμιογρ.· - ὅθεν, ἀποπυδαρίζειν μόθωνα, ὀρχοῦμαι τὸν μόθωνα, Λακωνικὸν χορόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 697· διαπυδαρίζω, Κωμικ. Ἀνώμ. 118. (Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 696. 2, Αἰολικ. ἀντὶ ποδαρίζω (ἐκ τοῦ πούς), πρβλ. Λατιν. tripudium· ἄλλοι θεωροῦσι τὸν τύπον πυγαρίζω (ἐκ τοῦ πυγὴ) ὡς τὸν ἀληθῆ τύπον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)·

Greek Monolingual

και, κατά το λεξ. Σούδα, πυδαλίζω Α
χοροπηδώ χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. pudeo «αισχύνομαι», το ρ. σπεύδω και το λιθουαν. spaudžiu «πιέζω, συνθλίβω». Η σύνδεση, τέλος, του ρ. από τους Αρχαίους με τη λ. πούς ή τη λ. πυγή οφείλεται σε παρετυμολογία].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to fling with the foot, hoof (App. Prov.), after EM = λακτίζειν, after H. = τὸ μη ἀνέχεσθαί τινος, ἀλλ' ἀποπηδᾶν, χαλεπαίνειν; with ἀπο- (Ar. Eq. 697), δια-(Com. Adesp.), both with υ (metr. condit?).
Other forms: πυδαλίζω Suid.
Derivatives: πυδαρισμός = δυσχέρεια (Zon.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular-expressive formation in πυδαρίζω (πυδαλίζω); further isolated. Grošelj Živa Ant. 3, 205 compares Lat. pudet (prop. strikes down, is struck down ?), Gr. σπεύδω and Lith. spáudžiu, spáusti press. Cf. W.-Hofmann s. tripudium w. lit.

Frisk Etymology German

πυδαρίζω: {pudarízō}
Forms: (-αλίζω Suid.)
Grammar: v.
Meaning: mit dem Fuß, dem Huf ausschlagen (App. Prov.), nach EM = λακτίζειν, nach H. = τὸ μὴ ἀνέχεσθαί τινος, ἀλλ’ ἀποπηδᾶν, χαλεπαίνειν; mit ἀπο- (Ar. Eq. 697), δια-(Kom. Adesp.), beide mit υ (metr. bedingt?); davon πυδαρισμός = δυσχέρεια (Zon.).
Etymology: Volkstümlichexpressive Bildung auf -αρίζω (-αλίζω); sonst isoliert. Grošelj Živa Ant. 3, 205 vergleicht lat. pudet (eig. schlägt nieder, ist niedergeschlagen ?), gr. σπεύδω und lit. spáudžiu, spáusti drücken, pressen. Vgl. noch W.-Hofmann s. tripudium m. Lit.
Page 2,620